από www.arcadiaportal.gr

«Το Κακοσούλι να καεί, τ’ Ανάπλι να βουλιάξει, και του Νιοκάστρου οι φυλακές,
ο Θιος να τις φυλάει, που ‘χει λεβέντες διαλεχτούς κι ούλο βαρυποινίτες.
Μέρα και νύχτα καταγής, στον τοίχο ακουμπισμένοι.
Εσάπη το κορμάκι τους, εσάπη το κορμί τους.
Να χαμηλώναν τα βουνά, να ψήλωναν οι κάμποι,
να ‘γλεπα την πατρίδα μου, το δόλιο το χωριό μου,
να ‘γλεπα τη μανούλα μου και κείνη την αδερφή μου,
πώς κλαίνε και πώς χλίβουνται και χύνουν μαύρα δάκρυα»

Το παραπάνω τραγούδι, που καταριέται τις ελληνικές φυλακές και υμνεί τους καταδικασμένους ληστές που αργολιώνουν στους τοίχους τους, συνοψίζει τη λαϊκή αντίληψη για τη ληστεία, η οποία, ωστόσο, έρχεται σε ευθεία αντιδιαστολή για την αντίληψη που έχει το κράτος για τους ληστές.

Η ληστεία εμφανίστηκε στην Ελλάδα αμέσως μετά την αναγνώρισή της ως κράτους και την εγκαθίδρυση της Βασιλείας.
Το πρώτο μέλημα της αντιβασιλείας του Όθωνα ήταν να διαλύσει τα άτακτα στρατιωτικά σώματα που είχαν συμβάλει τα μέγιστα στην απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό.
Το κράτος έπρεπε να οργανωθεί και τα άτακτα σώματα ήταν σαφώς επικίνδυνα για το ίδιο.
Επρόκειτο για άνδρες οπλισμένους, ετοιμοπόλεμους, που γνώριζαν σπιθαμή προς σπιθαμή τα χώματά τους και δρούσαν ανεξέλεγκτα. Επίσης, επρόκειτο για ομάδες που δεν είχαν άλλο πρόσοδο εκτός από τη ληστεία. Όλοι τούτοι έπρεπε να τακτοποιηθούν.

Έτσι, το 1833 η αντιβασιλεία, που ήθελε να δημιουργήσει τακτικό στρατό, σύμφωνα με τα βαυαρικά πρότυπα, διέλυσε τα σώματα των ατάκτων, αφαιρώντας ταυτόχρονα από τα πολιτικά κόμματα ένα ισχυρό έρεισμα, αφού οι ληστές συνεργάζονταν μαζί τους. Για αυτόν τον λόγο, σχημάτισε τους ακροβολιστές με πληρώματα των ατάκτων. Οι ακροβολιστές θα μπορούσαν να φορούν φουστανέλα, να φέρουν τον συνήθη οπλισμό τους, αλλά και τουφέκι με λόγχη, που άλλαζε την πολεμική τακτική τους. Και θα έπρεπε να συμμορφωθούν με τον χαμηλό μισθό που θα λάμβαναν, αλλά και με μια νέου τύπου πειθαρχία, πράγμα πολύ δύσκολο. Σύμφωνα με το κράτος, 5.000 ήταν οι άτακτοι στην Ελλάδα. Σύμφωνα με πηγή της εποχής προερχόμενη από τα σώματα αυτά, οι άτακτοι άγγιζαν τους 13.000.

Ακόμη, πρέπει να καταλάβουμε ότι το κράτος ήταν μάλλον περιστασιακό εκείνη την περίοδο και κανένας δεν το εμπιστευόταν. Το έγκλημα βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη και οι νέοι νόμοι που περνούσαν δεν είχαν – για τον κόσμο της υπαίθρου τουλάχιστον – κανένα νόημα, καθώς ήταν πολύ δύσκολο να απορρίψουν τους δικούς του κανόνες.
Έτσι, η ληστεία ήταν και μια βίαιη αντίδραση απέναντι σε μια ξενόφερτη πραγματικότητα.
Η φτώχεια ήταν πανταχού παρούσα και τα νέα όργανα της τάξης δεν είχαν ερείσματα στον ποιμενικό κόσμο, που συνέχιζε να ζει με τους δικούς του όρους.

Η αντιβασιλεία από τη μια προσπάθησε να ελέγξει το φαινόμενο της ληστείας μέσω της δημιουργίας του σώματος των ακροβολιστών και, από την άλλη, προσπάθησε να συμμαζέψει και να οργανώσει τους καπεταναίους, δημιουργώντας τη Φάλαγγα το 1835. Επρόκειτο για ένα τιμητικό σώμα των κεφαλών των αγωνιστών του 1821.
Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στον Νομό Αρκαδίας υπάρχουν πάμπολλα συμβόλαια που τα υπογράφουν Φαλαγγίτες (ιδίως στο αρχείο του συμβολαιογράφου Γεωργίου Λάσκαρη και κατά τα έτη 1846-1848) και αφορούν συνήθως υποθέσεις πώλησης των εθνικών γαιών που το κράτος τους είχε παραχωρήσει τιμητικά το 1838.
Οι εθνικές αυτές γαίες ήταν ίσες με το πενταπλάσιο του μισθού τους, και αν τις λάμβαναν, παραιτούνταν από τον δικό τους μισθό. Η συντριπτική πλειονότητα αυτών των 800 φαλαγγιτών, μη όντας γεωργοί και μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνουν με αυτή τη γη, την ενοικίαζαν ή την πωλούσαν και συνέχιζαν να επιδίδονται στη στρατιωτική δράση, νόμιμη ή παράνομη.

Ακόμη, όπως σημειώνει ο Finlay, όσοι από τους καπεταναίους δεν είχαν ικανοποιηθεί από τη προσφορά του κράτους και δεν είχαν κατορθώσει να ενταχθούν στην εξουσία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συγκρότησαν μια ιδιότυπη κοινωνική ομάδα που άλλοτε συμμαχούσε με την κεντρική εξουσία και άλλοτε ήταν απέναντί της, άλλοτε δρούσε ως όργανό της και άλλοτε την υπονόμευε συνειδητά.

ΠΩΣ ΔΡΟΥΣΑΝ ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ

Η μέθοδος δράσης των ληστών συνήθως ήταν η εξής: καρτέραγαν σε έναν κλειστό τόπο ή σε ένα πέρασμα (δερβένι) και έκαναν επίθεση στο θύμα τους, αφαιρώντας του χρήματα, κοσμήματα, οποιοδήποτε πολύτιμο αντικείμενο. Οδηγούσαν τον αιχμάλωτο στον αρχηγό τους και εκείνος καθόριζε το ύψος των λύτρων.
Σύμφωνα με τον κώδικα τιμής, τον οποίον θα παρουσιάσουμε πιο κάτω, οι ληστές δεν πείραζαν ούτε τρίχα από τα μαλλιά των κομιστών των λύτρων, και μάλιστα τους έδιναν και κάποιο δωράκι, εκτός κι αν καλούσαν τη Χωροφυλακή (σώμα που συστάθηκε το 1833), οπότε τους σκότωναν.
Ακόμη, έκαναν επιδρομές, είχαν προσωπικές έχθρες, συνήθως ήταν ζωοκλέφτες -κάτι που θεωρείτο εξαιρετικά τιμητικό. Για παράδειγμα οι τσέλιγκες θεωρούσαν καλούς γαμπρούς για τις κόρες τους τους ζωοκλέφτες και γενικώς λυμαίνονταν την ύπαιθρο, διατηρώντας όμως συμμαχίες, ενίοτε και με πολιτικά κόμματα, κυρίως δε της αντιπολίτευσης.

Συστηματικά, το κράτος προσπάθησε να περιορίσει τη ληστεία από το 1855 έως το 1858, αλλά κυρίως το 1870, ύστερα από τη σφαγή στο Δήλεσι, όταν η συμμορία του Τάκου Αρβανιτάκη αιχμαλώτισε μια παρέα Βρετανών περιηγητών και είχε καθορίσει το ύψος των λύτρων στις 50.000 δραχμές. Η βρετανική πρεσβεία συμφώνησε, όμως η ελληνική κυβέρνηση έστειλε απόσπασμα να συλλάβει τους ληστές, οι οποίοι σκότωσαν τους ομήρους και προσπάθησαν να διαφύγουν. Τελικώς οι ληστές συνελλήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο διά λαιμητόμου, όλοι εκτός από τον αρχηγό τους, που διέφυγε. Η κυβέρνηση Ζαΐμη παραιτήθηκε τότε και η νέα κυβέρνηση Κουμουνδούρου ψήφισε στις 29.5.1870 τον νόμο «περί καταδιώξεως της ληστείας».

ΜΗΝ ΤΟΝ ΕΙΔΑΤΕ ΧΕΛΙΩΤΗ, ΤΟΥΤΟΥΝΑ ΤΡΙΜΠΟΛΙΤΣΙΩΤΗ

Γνωστός για τη δράση του στην Αρκαδία υπήρξε ο διαβόητος Δημήτρης Τούτουνας από την Τριπολιτσά. Το σπίτι του ήταν στα Ταρσαναίικα, κοντά στον σταθμό του τρένου, και ορμητήριό του το Βαλτέτσι. Ο Τούτουνας, λοιπόν, που περήφανα κοιτάζει την κάμερα της εποχής με όλον τον οπλισμό του, είχε σκοτώσει κάποιον τον Μάιο του 1874 και ύστερα είχε αναστατώσει με τις ληστείες του την Τρίπολη, την Τεγέα, το Κορύθιο και τη Μαντινεία.

Οι αναφορές του τοπικού Τύπου αλλά και του αθηναϊκού στο όνομά του, έχουν να κάνουν με την παράδοσή του στις αρχές -είχε δηλώσει αυτή του την επιθυμία, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Στοά» στο φύλλο της 15ης Μαΐου 1881: «Ο διαβόητος φυγόδικος Τούτουνας απηύθυνε προς τον Γ. Βασιλείου δικηγόρον εν Τριπόλει επιστολήν εκ Βαλτετζίου από 20 Ιουλίου, ήν παραγγέλει αυτόν να δημοσιεύση και δια της εφημερίδος η «Αρκαδία», και δι’ ής αγγελίας αυτώ, ότι την πρώτην Αυγούστου απεφάσισε να παρουσιασθή μόνος του εις την δικαιοσύνην και να γράψη τω εισαγγελεί των Εφετών κ. Κασιμάτη να ευρεθή τότε εις Τρίπολιν, ίνα παραδοθή εις χείρας του.
Επιπροσθέτει δε ότι δεν έλαβε καιρόν, να μεταβή να ομιλήση τον κ. Γ. Βασιλείου, διότι αποχαιρετά τα λημέρια και τους φίλους».

Δημήτρης Τούτουνας
Δημήτρης Τούτουνας

Δεν φτάνει, όμως, αυτό, και κατά την τακτική του, το ελληνικό κράτος τον επικηρύσσει με 3.000 δραχμές για τον φόνο ή τη σύλληψή του και με 1.000 δραχμές για την απλή υπόδειξη. Σημειωτέον ότι οι εφημερίδες της εποχής θεωρούν την επικήρυξη αδυναμία εκ μέρους της κυβέρνησης να επιβάλει την τάξη, ενώ οι κάτοικοι της υπαίθρου θεωρούσαν ατιμία να καταδείξουν έναν ληστή, αφού ο κώδικας τιμής τους έμοιαζε με των ληστών.

Εν πάση περιπτώσει, ο Τούτουνας, όπως ενημερώνει η εφημερίδα «Στοά» στις 26 Ιουλίου 1881 παραδόθηκε τελικά στην Τρίπολη και καταδικάστηκε σε οκτώ χρόνια φυλάκιση, για απαγωγή και εκβίαση στις 26 Νοεμβρίου 1881, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Αιών».

Διασκευάζοντας το τραγούδι «Τώρα τα πουλιά», η τοπική κοινωνία τραγουδούσε για τον ληστή:

Τώρα τα πουλιά τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες Χελιώτη,
Τούτουνα Τριμπολιτσιώτη.
Τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε,
Μην τον είδατε Χελιώτη,
Τούτουνα Τριμπολιτσιώτη.
Μην τον είδατε μωρέ τον Τούτουνα τον κλέφτη,
Χθές τον είδαμε σε ενός βλάχου τη στάνη,
Τον κερνάγανε πέντε έξι βλαχοπούλες,
Και η μικρότερη στο αυτί τον κουβεντιάζει.
Δεν παντρεύεσαι, δεν παίρνεις βλαχοπούλα;
Σαν και μένανε, σαν και την αδελφή μου;

lhstes_galaniadi_15_1Το φαινόμενο δεν έλειψε και γνώριζε εξάρσεις τον 20ό αιώνα, ενώ ο ιδιότυπος κώδικας τιμής των ληστών ταίριαζε με τον κώδικα των ποιμένων. Μια συνήθεια η οποία δεν έχει εξαλειφθεί ακόμα στη χώρα μας -αντιθέτως αποτελεί και απόδειξη λεβεντιάς- είναι η ζωοκλοπή που είναι εκτός ελέγχου στην Κρήτη.

Η ληστεία, κατά ένα μεγάλο μέρος, ήταν συνδεδεμένη με την ελευθερία των βουνών και τις πρακτικές των ποιμενικών πληθυσμών που εγκαταστάθηκαν εκεί μετά την οθωμανική κατάκτηση, αλλά και με την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ας μην ξεχνάμε ότι οι ληστές συνέβαλαν αποφασιστικά στην αντιμετώπιση των Οθωμανών.
Αλλά εξέφραζε και τον άνθρωπο της υπαίθρου που δεν ήθελε να βγάλει τα τσαρούχια και τη φουστανέλα του και να φορέσει τα φράγκικα παπούτσια, και ήθελε να ζει με τους δικούς του όρους, πότε συμμαχώντας με την κεντρική πολιτική εξουσία και πότε στρεφόμενος εναντίον της.

Γαλανιάδη Εύα

Βιβλιογραφία: Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος, Η ληστεία στην Ελλάδα, 19ος αιώνας, εκδ. Παρατηρητής, 1996
Χατζής-Τερζόπουλος, Γιαγκούλας, λήσταρχοι του Ολύμπου, εκδ. Μάτι στο Arcadians.gr, «Ο διαβόητος φυγόδικος Τούτουνας και άλλα τινά», Αντώνης Ν. Βενέτης
Ψηφιοποιημένο Αρχείο Εφημερίδων της Βουλής των Ελλήνων, από όπου και τα αποκόμματα των εφημερίδων στις φωτογραφίες
Γιούλη Π. Κόκκορη, «Το κυνήγι ενός ληστή στην Αρκαδία του 19ου αιώνα», Αρκαδικοί Ορίζοντες, Σεπτέμβριος 2015, σ. 28
Το Αρχάνι

 

 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here