του καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας, Βλάση Αγτζίδη

Με αφορμή την εκ νέου έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό , αναρτώ ένα παλιό μου κείμενο (δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή στις 26.01.2003) για το ποιοι είναι οι Τουρκοκύπριοι. Είχε γραφτεί μετά τις πρώτες μαχητικές αντικατοχικές διαδηλώσεις που είχαν οργανωθεί στο κατεχόμενο τμήμα της Μεγαλονήσου.
*(Το αναδημοσιεύουμε με μικρές περικοπές, που δεν αλλάζουν το νόημα)

Η τουρκοκυπριακή ταυτότητα

 Βασικό κλειδί για την κατανόηση της τουρκοκυπριακής συμπεριφοράς είναι, σε μεγάλο βαθμό, η γνώση των όρων δημιουργίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι όροι αυτοί σχετίζονται με τις διαδικασίες διαμόρφωσης των σύγχρονων εθνικών ομάδων στην περιοχή μας και τους δρόμους μετάβασης από τις παλιές θρησκευτικές ταυτότητες στις σύγχρονες εθνικές.

Παραγνωρισμένο και ελάχιστα μελετημένο στοιχείο από τη νεοελληνική ιστοριογραφία αποτελεί το γεγονός ότι η κοινωνική βάση του σύγχρονου τουρκικού έθνους απαρτίστηκε από τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς που διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια των αιώνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Μέρος αυτών των μουσουλμανικών πληθυσμών υπήρξε και πλήθος Ελλήνων που εξισλαμίστηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και για διαφορετικούς λόγους.

Το φαινόμενο του εξισλαμισμού είχε εμφανιστεί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Από την Κύπρο, την Κρήτη και την Πελοπόννησο, έως την Ήπειρο, τη Μακεδονία και τον Πόντο. Αιτίες που προκάλεσαν το φαινόμενο της θρησκευτικής μεταστροφής υπήρξαν η θρησκευτική βία της νέας εξουσίας και το παιδομάζωμα, η βαριά φορολόγηση και η κοινωνική περιθωριοποίηση των χριστιανών. H αποδοχή της νέας θρησκείας σήμαινε προσχώρηση στο κυρίαρχο κοινωνικό στρώμα και, κατά συνέπεια, κοινωνική άνοδο. Το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται ιδιαιτέρως συχνά και στη νεοελληνική λαογραφία με τη χρήση του όρου «γενίτσαρος», που περιγράφει τον νεοφώτιστο μουσουλμάνο.

Κατάλοιπο της συγκεκριμένης ιστορικής διεργασίας αποτελούν σήμερα τέσσερις ελληνόφωνες μουσουλμανικές ομάδες: κρητική, ποντιακή, μακεδονική και κυπριακή. Οι ομάδες αυτές (εκτός από τη μακεδονική) εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν στην έρευνα «Ethnic groups in Turkey» του γερμανικού Πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν. Κάθε μια απ’ αυτές έχει εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον (βλέπε σχετικά δημοσιεύματα σε παλιότερα φύλλα της «Καθημερινής» 16 Ιανουαρίου 2000, 30 Ιανουαρίου 2000, 29 Οκτωβρίου 2000, 25 Μαρτίου 2001, 21 Ιουλίου 2002). Από τις τέσσερις ομάδες, η κρητική και η κυπριακή συγκρούστηκαν με το επαναστατικό κίνημα των χριστιανών Ελλήνων. Στις ομάδες αυτές η μετάβαση από τη θρησκευτική μουσουλμανική ταυτότητα στην εθνική τουρκική πραγματοποιήθηκε λόγω της σύγκρουσης με τον χριστιανικό Ελληνισμό και της προσπάθειας του καθεστωτικού τουρκικού εθνικισμού να εμφυτεύσει με βίαιο τρόπο τη νέα εθνική ταυτότητα.

Στην Κύπρο, αυτούς που άλλαξαν θρησκεία ή ακόμα παρέμεναν σε κρυπτοχριστιανική κατάσταση, τους ονόμαζαν «λινομπάμπακους». Αρκετοί από αυτούς είχαν συνείδηση της ελληνικής τους καταγωγής και μερικοί επανήλθαν στην πίστη των πατέρων τους μετά την πολιτειακή αλλαγή του 1878 και την αντικατάσταση των Τούρκων κατακτητών από τους Βρετανούς. Με την ανοχή, όμως, των νέων κατακτητών, οι οποίοι επιδίωκαν την εξασθένιση του ελληνικού στοιχείου, ακολουθήθηκε πολιτική εκτουρκισμού των λινομπάμπακων. H πολιτική αυτή ενισχύθηκε από την ελληνική ολιγωρία και την υπεροπτική στάση της Εκκλησίας της Κύπρου.

Το στοιχείο που διαμόρφωσε σε πρώτη φάση την εθνική συνείδηση των Τουρκοκυπρίων, ήταν η σύγκρουση με τον χριστιανικό Ελληνισμό κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70. Ετσι, άρχισε να εμφανίζεται βαθμιαία μια τάση μετάβασης από τη μουσουλμανική ταυτότητα στην τουρκική. H τάση αυτή έγινε πιο έντονη μετά τα γεγονότα του ’63 για να κορυφωθεί το ’74. Στη συνέχεια, η τουρκοκυπριακή κοινότητα συγκεντρώθηκε σε μια αμιγή γεωγραφική περιοχή που βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των Τούρκων εθνικιστών. Μέσω των καθεστωτικών μηχανισμών των στρατιωτικών από την Τουρκία και του Ντενκτάς επιχειρήθηκε η πλήρης εμπέδωση της νέας τουρκικής ταυτότητας. H προσπάθεια αυτή βασίστηκε επίσης -εκτός από τα ιδεολογικά επιχειρήματα- στην αίσθηση του νικητή που υπήρχε σε όλη την τουρκοκυπριακή κοινότητα κατά την περίοδο που ακολούθησε το ’74 και στη νομή των περιουσιών των ηττημένων Ελλήνων. Παράλληλα, το καθεστώς επιχείρησε μέσω των ιδεολογικών και διοικητικών του μηχανισμών την εξαφάνιση της ελληνοφωνίας των Τουρκοκυπρίων και τη μετατροπή τους σε τουρκόφωνο πληθυσμό.

Σήμερα ζούμε τη δεύτερη φάση διαμόρφωσης της τουρκοκυπριακής ταυτότητας. Από το 1974 η πραγματική αντιπαράθεση δεν γίνεται με τους Ελληνες της ελεύθερης Κύπρου αλλά με τον τουρκικό στρατό και το αυταρχικό και διεφθαρμένο καθεστώς Ντενκτάς.

Μαρτυρίες περιηγητών

Η μεταστροφή χριστιανικών πληθυσμών στην Κύπρο καταγράφεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα από περιηγητές που επισκέφτηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους το νησί.
Οι εξισλαμισμοί στην Κύπρο άρχισαν αμέσως μετά την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1571. Πολλοί από τους άρχοντες του νησιού, για να σώσουν τη ζωή τους και την περιουσία τους αποδέχτηκαν τη θρησκεία των κατακτητών. Είκοσι πέντε χρόνια μετά, ο περιηγητής Dadini αναφέρει τα εξής:

«Οι Τούρκοι όλης της Κύπρου ανέρχονται σε 12.000-13.000, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς είναι εξισλαμισμένοι χριστιανοί, που προσήλθαν στο Ισλάμ διά να απολαύσουν μεγαλύτερη ησυχία… μόλις οι αποστάτες αυτοί δουν χριστιανικό στρατό θα απορρίψουν το τουρμπάνι και θα ξαναφορέσουν το καπέλο και θα στρέψουν τα όπλα τους κατά του Τούρκου».

Αυθαιρεσίες

Σε έκκληση που απηύθυνε το 1587 στον Ισπανό Βασιλέα Φίλιππο B΄ για την απελευθέρωση του νησιού ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Τιμόθεος αναφέρονται:

«Εσημειώθησαν προσφάτως επανειλημμένα κρούσματα αυθαιρεσίας των οργάνων του κατακτητού: με απληστίαν επιχειρείται αφαίρεση, των περιουσιών των κατοίκων: Παραβιάζονται αι οικίαι των Χριστιανών και διαπράττονται κάθε είδους ατιμίαι εις βάρος συζύγων και θυγατέρων, δύο φορές μέχρι τώρα εληστεύθηκαν ναοί και μοναστηριακά καθιδρύματα, επεβλήθησαν πολλοί και βαρείς φόροι, των οποίων η είσπραξις επιδιώκεται διά συστηματικών διώξεων, απειλών και βασανιστηρίων, πράγμα που οδηγεί πολλούς εις εξισλαμισμόν, αποσπώνται τέλος από τας κυπριακάς οικογενείας τα άρρενα τέκνα (για να πλαισιώνουν τα γεννιτσαρικά τάγματα). H εφαρμογή αυτού του σκληρού μέτρου εις την Κύπρον αποτελεί διά τους κατοίκους το χειρότερον από τα δεινοπαθήματα (της τουρκικής κατοχής)».

Οπως φαίνεται, το παιδομάζωμα υπήρξε ιδιαιτέρως έντονο στην Κύπρο. Τόσο, ώστε να προκληθεί το 1606 εξέγερση του ελληνικού πληθυσμού υπό την αρχηγία του Πέτρου Αβεντάνιου. Τρεισήμισι χιλιάδες Οθωμανοί έχασαν τη ζωή τους από τους επαναστάτες, οι οποίοι όμως, άοπλοι καθώς ήταν και αβοήθητοι, νικήθηκαν. Σε έκκληση του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Χριστόδουλου, προς τον Δούκα της Σαβοΐας, που συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1608 και 1626 διαβάζουμε:

«...και αφ ις εσικόθικε ο Καπιτάνος Βετόριος (Ζεπετός) και εχάλασεν καπόσους Τούρκους, αγριόθησαν επάνο μας σαν τους άγριους λύκους, και πέρνουν τα πεδιά από τες ακάλες μας…».

Στα 1670 ο περιηγητής Hurtel, γράφει:

«Πάρα πολλοί Κύπριοι, μη μπορώντας να ανεχθούν αυτή τη σκληρή τυραννία, επιθυμούν να γίνουν Τούρκοι, αλλά πολλοί απορρίπτονται, επειδή (όπως λένε οι αφέντες τους) με την αποδοχή τους στην μουσουλμανική πίστη, ο εκ Κύπρου φόρος υποτελείας θα μειώνονταν πάρα πολύ».

Τα τέλη του 17ου αιώνα παρατηρείται μεγάλο κύμα εξισλαμισμών σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο που βιώνει την κοινή μοίρα της υποταγής στο οθωμανικό Ισλάμ. Για την Κύπρο, η γραπτή μαρτυρία του λαϊκού ποιητή Κωνσταντίνου του Παπα-Νικολάου από την Επισκοπή, που σε ποίημά του το 1672, σχετικά με τη δράση ενός εντεταλμένου για τη συλλογή φόρων, του Μαρκουλλή, αναφέρει τα εξής:

«Αυτός ο σκολικόβροτος και αναθεματισμένος,
τόσον κακόν οπούκαμεν στη Κύπρου μας ραγιάδες
έκαμεν ορφανά παιδιά γυναίκες δε χειράδες,
πολλοί από τον φόβον τους στα σπίτια τους εφεύγαν
λέγω οι περισσώτεροι πιγένναν και τουρκεύγαν.
Οι χριστιανοί πότα κακά πλέον δεν εβαστάνναν
επίγενναν και τούρκευγαν την πίστην τους εχάνναν,
παπάδες και πνευματικοί γέρωντες, προκομμένοι
αρνίθισαν την πίστην τους οι τρις καταραμένη…».

Ο Ρώσος περιηγητής Warski αναφέρεται το 1732 σε μαζικούς εξισλαμισμούς με αιτία την ειδική βαρειά φορολογία των χριστιανών, περιγράφει:

«Ουδείς δύναται να αποφύγει τον φόρον τούτον (το χαράτσι) εάν δεν απαρνηθεί την πίστην του και δεν συγκατατεθεί να προσηλυτισθεί εις τον Μωαμεθανισμόν. Δάκρυα έχω χύσει, εγώ ο οποίος γράφω εδώ, όταν ενθυμούμαι πόσους πτωχούς ανθρώπους συνάντησα, οι οποίοι δεν ημπορούσαν να υποφέρουν τους φόρους και τας τουρκικάς πιέσεις και απηρνήθησαν την πίστην των εις τον Χριστόν».

Πιέσεις και βία

Από την Επανάσταση του 1821 στο Hatti Humayun

H εκδήλωση της ελληνικής Επανάστασης το 1821, υπήρξε αφορμή για νέο κύμα πιέσεων και άσκηση βίας κατά των Ελλήνων στην Κύπρο. Σε χρονικό που γράφτηκε την πρώτη χρονιά της Επανάστασης αναφέρονται τα εξής:

«…και ήλθαν ασκέρια από τα Παρασάμια (Αίγυπτος) και έκαμαν πολλά κακά εις τους χριστιανούς. Ιουλίου 9 εθανατώσαν τους αρχιερείς και κοτζιαμπάσηδες και τους εχόμενους ανθρώπους και επήραν το μάλιν τους και έγδυσαν τα Μοναστήρια και Εκκλησιές και τους Χριστιανούς και πολλούς ετουρκίσαν».

Μια από τις χαρακτηριστικότερες πράξεις αποτέλεσε η εξόντωση των προκρίτων. O Κιουτσούκ Μεχμέτ, κυβερνήτης του νησιού, κάλεσε δολίως στο Σεράι 486 προκρίτους κατόχους μεγάλων περιουσιών, τους οποίους εθανάτωσε. Γλίτωσαν 36 άτομα, τα οποία εξισλαμίσθηκαν για να αποφύγουν τον θάνατο. O αριθμός των εξισλαμισμένων, όμως, στις τάξεις του λαού ήταν πολύ μεγαλύτερος. Οι σφαγές κορυφώθηκαν την επόμενη χρονιά, ως εκδίκηση για την καταστροφή του τουρκικού στόλου στην Πύλο της Πελοποννήσου.

Την ίδια περίοδο, ο Σουηδός περιηγητής ιερέας Jacob Βerggre επισκέφθηκε το νησί και περιέγραψε την κατάσταση που συνάντησε:

«Οταν το 1822 πέρασα τελευταία φορά από τη Λάρνακα, ο πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή, παντού απ’ όπου πέρασαν, και καθώς η αξία της ανθρώπινης ζωής είχε πέσει, έπεσαν και όλες οι τιμές της αγοράς».

 

πηγή: https://kars1918.wordpress.com/

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here