Μαρτυρία του Μιλτιάδη Π. Αργυρόπουλου. Υπήρξε τηλεφωνητής στη Μάχη της Δοϊράνης μεταξύ ελληνικών και βουλγαρικών δυνάμεων το 1913. Αμέσως μετά το αίσιο τέλος της μάχης, συνέγραψε ένα συναρπαστικό και λεπτομερέστατο Χρονικό, συνοδεύοντάς το με συγκινητικά περιστατικά από το μέτωπο:
Την 27η Ιουνίου 1913 η 10η Μεραρχία είχε καταλάβει τα υψώματα του χωριού Ποπτσέβου, δύο ώρες σχεδόν από τη Στρωμνίτση. Θα διανυκτέρευε εκεί και την επόμενη μέρα θα άρχιζε την επιχείρηση κατά του εχθρού, σύμφωνα με τη διαταγή του Γενικού Στρατηγείου, η οποία αναμενόταν τη νύχτα.
Το επιτελείο της Μεραρχίας είχε κατασκηνώσει προ του πυρποληθέντος χωριού και παρά τη δημόσια οδό. Πάνω τα σώματα σε εφεδρεία και προς τα κάτω του χωριού, τα μεταγωγικά των σωμάτων.
Ο ήλιος έκλινε προς τη δύση, σκορπίζοντας τις τελευταίες χρυσίζουσες ακτίνες. Φαινόταν σαν να χαιρόταν για τις ένδοξες νίκες της γαλανόλευκης σημαίας και να μακάριζε όσους είδε να πέφτουν την ημέρα εκείνη από το ανυπόφορο καύμα του και τέλος σαν να εύχεται για τον αγώνα της επομένης.
Μια κίνηση πυρετώδης παρατηρούταν στα μεταγωγικά των δωμάτων. Ο κάθε στρατιώτης εκτελούσε και από μία υπηρεσία. Άλλοι πήγαιναν για νερά, άλλοι άναβαν φωτιές και άλλοι φρόντιζαν αν ετοιμάσουν τα σφάγια. Και όλα αυτά για το συσσίτιο το βραδινό και της επομένης.
Μέσα στην κίνηση αυτή, την οποία διέκρινε κάθε λεβεντιά και χάρη, ακούγονταν τα αθάνατα κλέφτικα τραγούδια και μερικά ερωτικά, προδίδοντας κάποιον κρυφό πόνο, που μεγάλωνε στις κακουχίες του πολέμου.
Οι τρεις αιχμάλωτοι του βουλγαρικού στρατού
Άρχισε να βραδιάζει, όταν τρεις εύζωνες των προφυλακών οδήγησαν τρεις βούλγαρους στρατιώτες ενώπιον του Μεράρχου. Διέρχονταν μπροστά μας με κάποια υπερηφάνεια οι φαινομενικοί αυτοί αιχμάλωτοι και σταμάτησαν μπροστά στον Μέραρχο. Τους περιστοιχίσαμε για να μάθουμε για τις κινήσεις και τη δύναμη του εχθρού, προκειμένου σύμφωνα με τα κανονισμένα, να υποβληθούν σε εξέταση.
Γι΄αυτό ειδοποιήθηκε ο διερμηνέας της Μεραρχίας, ένας στρατιώτης Έλληνας από την Αγχίαλο της Βουλγαρίας, ο οποίος υπηρετούσε στον βουλγαρικό στρατό, στρατολογημένος με τη βία, οπότε αυτομόλησε κατά τη μάχη της Δοϊράνης και έκτοτε ήταν ο διερμηνέας της Μεραρχίας μας. Οι τρεις βούλγαροι στρατιώτες, όταν άκουσαν ότι προσκαλείται διερμηνέας με κάποια υπερηφάνεια και συγκίνηση είπαν στον Μέραρχο:
Είμαστε Έλληνες , κ. Μέραρχε, από τη Θράκη και είναι περιττός ο διερμηνέας!
Ο ένας μάλιστα πρόσθεσε ότι είχε και τον αδερφό του μαζί στον βουλγαρικό στρατό, τον οποίο έχασε στη μάχη της Δοϊράνης και υπέθετε ότι θα τον δολοφόνησαν. Ήταν, είπε, συνεννοημένοι να αυτομολήσουν, αλλά δεν τους δόθηκε η ευκαιρία, γιατί τους είχαν πάντα υπό επιτήρηση, μόνο σήμερα κατόρθωσαν να φύγουν.
Τα δύο χαμένα αδέρφια
Έγιναν πιστευτά, εν μέρει, όσα έλεγαν, αλλά αναμενόταν ο διερμηνέας για κάθε ενδεχόμενο, ο οποίος και εμφανίστηκε. «Για συννενοήσου», είπε ο Μέραρχος στον διερμηνέα, «τι είναι αυτοί, τους γνωρίζεις; Είναι αλήθεια όσα λένε;;». Πράγματι, ο διερμηνέας τους απευθύνθηκε στα βουλγαρικά, γιατί δεν μιλούσαν την ελληνική με ευχέρεια. Τους έκανε διάφορες ερωτήσεις.
Δεν είχε όμως τελειώσει, όταν ο ένας από τους τρεις στρατιώτες έπεσε στην αγκαλιά του διερμηνέα, τον αγκάλιασε δυνατά και άρχισε να τον φιλά με δάκρυα, εκφράζοντας κάποιον ιερό δεσμό, πόνο και αγάπη. Για μια στιγμή μείναμε έκπληκτοι για την ανεξήγητη σκηνή. Μέσα στο σφιχταγκάλιασμα εκείνο, στους λυγμούς και στα δάκρυα, ακούστηκε τρμουλιασμένη η φωνή του ενός να λέει:
Αδελφούλη μου, σε νόμιζα σκοτωμένο, πώς γλίτωσες από τα χέρια τους. Από το σπίτι μας είχες γράμμα;. Τι να κάνει, άραγε, ζει ο πατέρας μας και η μάνα μας που είναι στη διάθεσή τους;
Είχαμε καταλάβει τώρα περί τίνος πρόκειται. Ήταν αδερφοί υπηρετούντες στον βουλγαρικό στρατό. Ο δε διερμηνέας ήταν ο αδερφός του στρατιώτη, οποίος είπε εξαρχής στον Μέραρχο ότι έχασε τον αδερφό του στη μάχη της Δοϊράνης και υπέθετε ότι ήταν φονευμένος.
Η συγκίνησή μας έπειτα από τη σκηνή που εκτυλίχθηκε ήταν απερίγραπτη. Εν τω μεταξύ, ο Μέραρχος διέταξε τον διερμηνέα αδερφό να παραλάβει τον αδερφό του και τους δύο άλλους συμπατριώτες του, να τους περιποιηθεί, αφού προηγουμένως τους χορήγησαν αρκετό συσσίτιο.
Μέτα από λίγο και οι τέσσερις αδελφωμένοι κάθονταν τρώγοντας και συζητώντας με ανέκφραστη χαρά κατόπιν των ταλαιπωριών και των βασάνων. Βρίσκονταν στα χέρια του εχθρού, πολεμώντας χωρίς να το θέλουν, εναντίον των αδερφών τους που αγωνίζονταν για την ελευθερίας τους.
Κιλινδίρ, Σεπτέμβριος 1913