Στην ιστοριογραφία η Αθήνα των νεωτέρων χρόνων παρουσιάζεται σε πολλά κείμενα και περιγραφές ως μια μάλλον μια ασήμαντη πόλη προτού επιλεγεί ως πρωτεύουσα του ελευθέρου κράτους. Είναι ένα θέμα που το έχουμε βρει πολλές φορές μπροστά μας και το αναπαράγουμε. Φυσικά η έννοια «χωριό» στις δημοσιογραφικές αναφορές δεν συνδέεται με την πληθυσμιακή εικόνα της περιοχής, αλλά με την γενικότερη εικόνα, τις υποδομές και το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων που υστερούσε αφάνταστα σε σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες που βρίσκονταν τότε σε ακμή. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Αθήνα των χρόνων της απελευθέρωσης ήταν ασήμαντη και ότι της δόθηκε αυθαίρετα το προνόμιο της πρωτεύουσας.
Το θέμα ανέπτυξε με ακρίβεια ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, στην ηλεκτρονική έκδοση της έκδοσης η «Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών» του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
«Όταν έγινε η επιλογή της ως Πρωτεύουσας, η Αθήνα ήταν ένα χωριό 4.000 κατοίκων και ο Πειραιάς μια ασήμαντη ιχθυόσκαλα».
«Ήσαν δε τότε [1834] αι Αθήναι κωμόπολις 10 ή 12.000 κατοίκων, πλήρης ερειπίων, ολίγας οικίας παρά τους πρόποδας της Ακροπόλεως έχουσα»1.
Αυτές είναι κάποιες χαρακτηριστικές φράσεις, με κλιμακούμενες αποχρώσεις αυτής της αντίληψης. Εντούτοις, οι μαρτυρίες της εποχής υποδηλώνουν ότι αυτή η εντύπωση δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα. «Η Αθήνα η πόλις» αποτελεί το σκηνικό των ενθυμημάτων του Παναγή Σκουζέ «από τα 1788 έως τα 1796», ενώ την γενέθλια «πολιτεία των Αθηνών» επισκέπτεται ο Παναγιώτης Κοδρικάς στα 17892. Φτάνοντας με τον Λόρδο Βύρωνα στην Αθήνα το 1810 ο Βαρώνος Hobhouse και ακούγοντας τον οδηγό τους να λέει «αφέντη, να η χώρα», νόμιζε ότι άκουσε «να το χωριό», αλλά «έκπληκτοι είδαμε σε μια πεδιάδα, σε μεγάλη από μας απόσταση, μια μεγάλη πόλη γύρω από ένα περίοπτο ύψωμα, πάνω στο οποίο μπορέσαμε να διακρίνουμε κάποια οικοδομήματα, και πέραν αυτής της πόλεως, τη θάλασσα»3.
Πράγματι, σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η Αθήνα όχι μόνο παρέμεινε πόλη, αλλά παρέμεινε σταθερά, ακολουθούμενη από τη Θήβα, τη Λιβαδειά, τη Λαμία, την Αταλάντη, τα Σάλωνα και, αργότερα, το Μεσολόγγι 4, ενώ παρουσίασε μια αισθητή γεωγραφική επέκταση, εκτός των μεσαιωνικών της ορίων.
Έδρα Μητρόπολης καθώς και Οθωμανικού Κάζα, ανέπτυξε την ειδίκευσή της σε μια σειρά από δραστηριότητες αστικού χαρακτήρα, όπως η βιοτεχνία μεταξωτών υφασμάτων, η σαπωνοποιία και η βυρσοδεψία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν τον Οκτώβριο του 1833, συντάσσεται ο κατάλογος των προς απαλλοτρίωση κτιρίων, χάριν ανασκαφών, καταγράφονται 400 σπίτια, 7 φούρνοι και 103 εργαστήρια, μεταξύ των οποίων 2 ελαιοτριβεία και 2 σαπουντζίδικα, μόνο στην περιοχή την οριζόμενη από τις κατοπινές οδούς Ηφαίστου, Μητροπόλεως, Νίκης, Αμαλίας και Λυσικράτους, δηλαδή στο ήμισυ περίπου της παλαιάς πόλης5.
Αλλά και πέραν της Στερεάς, η Αθήνα ανήκε στην κατηγορία των σημαντικών βαλκανικών πόλεων.
Κατά τις παραμονές της Επανάστασης, συγκαταλεγόταν στην πρώτη δεκάδα των πόλεων της Νότιας Βαλκανικής, μετά την Κωνσταντινούπολη, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, τις Σέρρες, τη Λάρισα, την Τρίπολη και την Πάτρα. Κατατασσόταν στην ίδια σειρά με το Αργυρόκαστρο, ενώ άφηνε πίσω ονομαστές πόλεις, όπως τη Βέροια, το Μοναστήρι, το Άργος και το Ναύπλιο, την Καστοριά, το Μπεράτι και την Άρτα6.
Μεταξύ δε των πόλεων της κατόπιν ελευθέρας Ελλάδος, πράγμα που έχει ξεχωριστή σημασία αφού μεταξύ αυτών επρόκειτο να επιλεγεί εκ των πραγμάτων η πρωτεύουσα, η προεπαναστατική Αθήνα ερχόταν τρίτη, μετά την Τρίπολη και την Πάτρα. Ο ακριβής αριθμός των κατοίκων της είναι δύσκολο να καθοριστεί αλλά όλες οι ενδείξεις, εντούτοις, τείνουν προς έναν αριθμό της τάξεως των 10.000.
Τον Οκτώβριο του 1824, επί φρουραρχίας Γκούρα, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην Πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες 7. Την εποχή εκείνη, η πράγματι μεγαλούπολη Θεσσαλονίκη είχε περί τις 60.000 κατοίκους, η δε Τρίπολη και η Πάτρα περί τις 15.0008. Δεν τεκμηριώνεται συνεπώς ο αφορισμός ότι η Αθήνα «δεν ήταν από τις σημαντικότερες προεπαναστατικές πόλεις».
Πολύ περισσότερο δε, το να ονοματίσει κανείς έναν βαλκανικό οικισμό 10.000 κατοίκων των αρχών του 19ου αιώνα, «χωριό» ή ακόμη και «κωμόπολη», συνιστά αναχρονιστική εφαρμογή μεταγενεστέρων κριτηρίων. Αλλά ακόμη και βάσει των νεωτέρων κριτηρίων, τόσο βάσει του Δημοτικού Νόμου του 1912 όσο και εκείνου του 1954, οι 10.000 κάτοικοι αποτελούσαν ακριβώς το όριο που αναβάθμιζε έναν οικισμό από Κοινότητα σε Δήμο.
Οι περιγραφές είναι πράγματι αποκαρδιωτικές όταν μιλούν για την Αθήνα μετά τις περιπέτειες του απελευθερωτικού πολέμου.
Αναφωνεί τον Αύγουστο του 1832 ο Λουδοβίκος Ρος:
«Αυτό δεν είναι αι ιοστεφείς και περίφημοι Αθήναι. Αυτό είναι μονάχα ένας θεόρατος σωρός ερείπια, μια άμορφη […] γκριζωπή μάζα στάχτης και σκόνης, απ’ όπου ξεπροβάλλουν μια δωδεκάδα φοίνικες και κυπαρίσσια, τα μόνα που αντιστέκονται στην καθολική ερήμωση»9.
Την ίδια περίπου εποχή (1832-1833) επισκέπτεται την Αθήνα και ο αποσπασμένος στο εκστρατευτικό σώμα του Στρατηγού Maison, J.L. Lacour:
«Η καρδιά σφίγγεται φτάνοντας στην Αθήνα. Νέα ερείπια καλύπτουν τα αρχαία, τα καταχωνιασμένα μέσα στη γη. […] Στενά, σκοτεινά, λασπώδη, ακανόνιστα δρομάκια. Βρώμικα, καπνισμένα και δυσώδη μαγαζιά, με πραμάτειες που θα τις περιφρονούσαν ως και οι πλανόδιοι πωλητές στα χωριάτικα πανηγύρια μας, κι όλα αυτά περικυκλωμένα από ένα χονδροειδές τοιχίο, να τι έχει αντικαταστήσει το Ωδείο του Περικλέους, το Ελευσίνιο, το Λύκειο, τους Κήπους και τον Ναό της Αφροδίτης, τις Πύλες του Ερμού, […] και τα λοιπά μνημεία, των οποίων μόνον τα ονόματα έχουν απομείνει»10.
Ο εκ των Αντιβασιλέων Georg Maurer, που έφθασε στην Αθήνα το 1833 κατά τη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Όθωνα, σημειώνει:
«Η Αθήνα που πριν απ’ τον Απελευθερωτικό Πόλεμο αριθμούσε 3.000 περίπου σπίτια, τώρα δεν είχε ούτε 300. Τα άλλα είχαν μεταβληθεί σ’ έναν άμορφο σωρό από πέτρες»11.
Ενώ ο Thomas Abbet-Grasset παρατηρεί τον Οκτώβριο του 1834: «Δεν υπάρχουσιν όμως πλέον Αθήναι. Εις τον τόπον της ωραίας δημοκρατίας απλούται σήμερον πενιχρά πολίχνη, μαύρη εκ των καπνών, σιωπηλή ως φύλαξ των νεκρών μνημείων, με στενούς και ασύμμετρους δρομίσκους»12.
Είναι προφανές καταρχήν ότι οι αυτόπτες αυτοί μάρτυρες αποτύπωναν στα λόγια τους όχι μόνο τη θλίψη τους για ό,τι έβλεπαν αλλά και την απογοήτευση τους για ό,τι δεν έβλεπαν: «τας ιοστεφείς και περίφημους Αθήνας», «την ωραία δημοκρατία», «το Ωδείο του Περικλέους» και «τις Πύλες του Ερμού».
Είναι γεγονός πάντως ότι η πόλη είχε υποστεί σοβαρότατες καταστροφές, ιδιαίτερα στο διάστημα της ενδεκάμηνης πολιορκίας της από τον Κιουταχή, μεταξύ Ιουνίου 1826 και Μαΐου 1827.
Ο σχεδιασμός της νέας πόλης
Ως γνωστόν, η τουρκική φρουρά αποχώρησε οριστικά από το φρούριο της Ακροπόλεως την 31η Μαρτίου 1833. Στο διάστημα που προηγήθηκε, ιδιαίτερα κατά την τριετία 1830-1833, δεν διαδραματίστηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα στην περιοχή. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα Πρωτόκολλα της Ανεξαρτησίας προέβλεπαν ασυζητητί την απελευθέρωση της Αθήνας, επέτρεψε τη βαθμιαία αναγέννηση της Πόλης.
Τον Νοέμβριο του 1831 οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Eduard Schaubert, μαθητές του σημαντικότερου ίσως Γερμανού νεοκλασικού αρχιτέκτονα Karl Friedrich Schinkel, εγκαθίστανται στην Αθήνα, όπου βάζουν μπρος το έργο της συστηματικής τοπογράφησης της πόλης και στη συνέχεια συντάσσουν την πολεοδομική τους πρόταση, εν όψει της πιθανής εγκατάστασης εκεί της πρωτεύουσας του νεοπαγούς κράτους. Πράγματι, τον Μάιο του 1832, η μετακαποδιστριακή Προσωρινή Κυβέρνηση τους αναθέτει την εκπόνηση του Νέου Σχεδίου της Πόλεως των Αθηνών, ανεξαρτήτως του εάν θα γίνει ή όχι πρωτεύουσα. Το σχέδιο συντάσσεται και υποβάλλεται τον Δεκέμβριο του 1832 και στις 29 Ιουνίου 1833 εγκρίνεται από την Αντιβασιλεία, που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει τα ηνία του Κράτους, και επικυρώνεται με Βασιλικό Διάταγμα στις 6 Ιουλίου του ιδίου έτους14.
Διαβάστε το υπόλοιπο άρθρο που περιγράφει το σχεδιασμό της νέας πόλης εδώ.
Παραπομπές
1. Π. Λουκάκης, «Αθήνα 1830-1940: Ιστορικές φάσεις παγίωσης του υπερσυγκεντρωτισμού της», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. Ιος, Αθήνα 1985, σ. 86• Σ. Β. Μαρκεζίνης, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, τόμος 1ος, Αθήνα 1966, σ. 126.
2. Π. Σκουζές, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1948 (επανέκδοση 1975, σ. 110-111)· Π. Κοδρικάς, Εφημερίδες, Αθήνα 1963, σ. 9.
3. J. C. Hobhouse, AjourneythroughAlbaniaandotherprovincesofTurkeyinEuropeandAsia, toConstantinople, duringtheyears 1809 and 1810, Λονδίνο 1813, τ. I, σ. 286.
4. Δ. Ν. Καρύδης, «Αθήνα-Αττική στον πρώτο αιώνα Οθωμανικής κατοχής: η σχέση πόλης-υπαίθρου», Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Ιστορίας Νεοελληνική Πόλη: Οθωμανικές κληρονομιές και Ελληνικό κράτος (1984), τ. 1ος, Αθήνα 1985, σ. 50-53• General Marmont, «Renseignements sur diverses parties de l’Empire Ottoman», στο D. Anoyatis-Pele, Les communications terrestres dans la peninsule hellénique au XVIIIe siècle (διδ. διατριβή), Παρίσι 1984, τ. 2ος, σ. 372-380.[επιστροφή]
5. Δ. Γ. Καμπούρογλου, «Αι παλαιαί απαλλοτριώσεις χάριν ανασκαφής των αρχαίων Αθηνών», Αρχαιολογικόν Δελτίον 12/1929, Παράρτημα, σ. 1-28.
6. General Marmont, ό.π., σ. 370.
7. Κ. Κωνσταντινίδης, «Απογραφή των Αθηνών κατά το 1824», Νέα Εστία 13/1939, σ. 899.
8. N. Svoronos, Le commerce de Salonique au XVIIIe siècle, Παρίσι 1956, σ. 7-11• Κ. Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 1700-1912: τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1974, σ. 71-72• F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, τ. III, Παρίσι 1820-1821, σ. 51• General Marmont, ό.π., σ. 370.
9. L. Ross, Emneirungen und Mittheilungen aus Griechenland, Βερολίνο 1863 (ελληνική μετάφραση: Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα 1832-1833, Αθήνα 1976, σ. 281)• Α. Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια: Ιδεολογίες και Νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, Αθήνα 1993, σ. 74.
10. J. L. Lacour, Excursions en Grèce dans les années 1832 et 1833, Παρίσι 1834, σ. 170.
11. G. L.von Maurer, Das Griechische Volk, Χαϊδελβέργη 1835 (ελληνική μετάφραση: Ο Ελληνικός Λαός, Αθήνα 1976, σ. 410-411)
12. Όπως παρατίθεται από τον Α. Πολίτη, ό.π., σ. 74.
13. Π. Σκουζές, ό.π., σ. 68-69, 121-122• Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια των Αθηνών, Αθήνα 1933, σ. 4-5• Ι. Τραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα 1960 (β’ έκδοση 1993, σσ. 195-242).
14. Κ. Μπίρης, Τα πρώτα σχέδια…, ό.π., pasim• Κ. Μπίρης, Αθηναϊκαί μελέται, τεύχος 1, Αθήνα 1938, σ. 10-30.