Γεννημένος στη Ζάκυνθο την άνοιξη του 1798, υπήρξε καρπός της εξωσυζυγικής σχέσης του κόντε Νικόλαου Σολωμού με την υπηρέτρια Αγγελική Νίκλη. Ο κόντες, μετά τον θάνατο της συζύγου του, επισημοποίησε τον δεσμό του με την υπηρέτρια και τελικά την παντρεύτηκε, λίγες μέρες πριν πεθάνει.
Ο Διονύσιος ήταν μόνο 9 ετών. Μετά τον δεύτερο γάμο της μητέρας του με το Μανώλη Λεονταράκη, έφυγε για σπουδές στην Ιταλία. Εκεί, γοητευμένος από την ιταλική ρομαντική κουλτούρα, ποίηση και λογοτεχνία, θα αποπειραθεί για πρώτη φορά να γράψει. Τα πρώτα του ποιήματα είναι γραμμένα στα ιταλικά. Δεν του περνάει καν από το μυαλό να γράψει στα ελληνικά, καθώς δεν γνωρίζει τέλεια την ελληνική γλώσσα και τον δυσκολεύει πολύ, να γράψει στίχους.
Ωστόσο, όταν επιστρέφει στη Ζάκυνθο, δέκα χρόνια αργότερα, θα επιχειρήσει να γράψει στα ελληνικά, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία. Θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το 1821, οπότε και βαθιά επηρεασμένος από τον αγώνα των επαναστατημένων Ελλήνων, αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή η πένα του να γράψει στη μητρική του γλώσσα και να συμβάλλει με αυτό τον τρόπο στην επανάσταση των συμπατριωτών του. Έτσι, γράφει τον περίφημο «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», απόσπασμα του οποίου σήμερα αποτελεί τον εθνικό μας ύμνο. Το ιστορικό ποίημα, ολοκληρώνεται το 1823 και εκδίδεται το 1824, κάνοντας το Σολωμό διάσημο και αγαπητό σε όλο τον ελλαδικό χώρο. Πολύ γρήγορα θα αποκτήσει τον «τίτλο» του εθνικού ποιητή της Ελλάδας.
Το 1828, εγκαθίσταται μόνιμα στην Κέρκυρα και συνεχίζει τη συγγραφή του, αποσπασματικά.
Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν ολοκλήρωσε και δεν εξέδωσε κανένα άλλο ποίημα.
Το 1833 ξεκινά μια ψυχοφθόρα δίκη, καθώς ο ετεροθαλής αδερφός του, από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του, υποστηρίζει πως είναι και εκείνος παιδί του Κόντε και διεκδικεί ποσοστό της κληρονομιάς. Αν και η δίκη έληξε υπέρ του Διονύσιου Σολωμού, του στοίχισε πολύ.
Αποξενώνεται από τη μητέρα του και απομονώνεται από ανθρώπους και καταστάσεις.
Αρχίζει να γίνεται ιδιότροπος και οξύθυμος.
Λέγεται μάλιστα, πως στρέφεται στο ποτό, μια αδυναμία που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να γράφει πάλι στα ιταλικά, αλλά και αυτά τα ποιήματα παρέμειναν ημιτελή.
Πέθανε μόνος του, τον Φεβρουάριο του 1857 στην Κέρκυρα, μετά από τρία εγκεφαλικά.
Ολόκληρη η Ελλάδα πένθησε τον χαμό του εθνικού ποιητή.
Πολλά έχουν γραφτεί για την ερωτική ζωή του. Αρκετοί ερευνητές αφήνουν να εννοηθεί, πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, να μην ήταν ετεροφυλόφιλος, καθώς δεν παντρεύτηκε ποτέ και δεν υπάρχει καμία άλλη αναφορά γυναικείας παρουσίας στη ζωή του. Φυσικά, γνωρίζουμε ελάχιστα για τη ζωή του στην Ιταλία, οπότε είναι δύσκολο να κρίνουμε.
Επιπλέον, αυτή η απουσία αναφορών στην προσωπική του ζωή, ίσως και να οφείλεται περισσότερο στο γεγονός, ότι πολλοί ερευνητές του φοβούνται να αγγίξουν ένα τόσο ευαίσθητο θέμα, για τη ζωή ενός τόσο μεγάλου ποιητή. Άλλωστε τι σημασία έχει;
Ο εθνικός ύμνος είναι 158 στροφές.
1
Σε γνωρίζω από την κόψη
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη
που με βία μετράει τη γη.
2
Απ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
3
Εκεί μέσα εκατοικούσες
πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα ακαρτερούσες,
«έλα πάλι», να σου πεί.
4
Άργειε νάλθει εκείνη η μέρα,
κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά σκιαζε η φοβέρα
και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
5
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία
και διηγώντας τα να κλαις.
6
Και ακαρτέρει και ακαρτέρει
φιλελεύθερη λαλιά,
ένα εκτύπαε τ άλλο χέρι
από την απελπισιά,
7
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω
το κεφάλι από τσ ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω
κλάψες, άλυσες, φωνές.
8
Τότε εσήκωνες το βλέμμα
μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ αίμα,
πλήθος αίμα ελληνικό.
9
Με τα ρούχα αιματωμένα
ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα
άλλα χέρια δυνατά.
10
Μοναχή το δρόμο επήρες,
εξανάλθες μοναχή
δεν είν εύκολες οι θύρες
εάν η χρεία τες κουρταλεί.
11
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ ανάσαση καμμιά
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
12
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου
οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά βρεις τα παιδιά σου,
σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
13
Φεύγει οπίσω το ποδάρι
και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι
που τη δόξα σού ενθυμεί.
14
Ταπεινότατη σου γέρνει
η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει
κι είναι βάρος του η ζωή.
15
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει
κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει
ή τη νίκη ή τη θανή.
16
Απ τα κόκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
17
Μόλις είδε την ορμή σου
ο ουρανός που για τσ εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου
έτρεφ άνθια και καρπούς,
18
εγαλήνεψε και εχύθει
καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη
πολεμόκραχτη η φωνή.
19
Όλοι οι τόποι σου σ εκράξαν
χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν
όσα αισθάνετο η καρδιά.
20
Εφωνάξανε ως τ αστέρια
του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια
για να δείξουνε χαρά,
21
μ όλον πού ναι αλυσωμένο
το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο
έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».