«Θα πεθάνω πολεμώντας»
Στις 7 Οκτωβρίου του 1571, επικρατούσε αναταραχή στον Κόλπο της Ναυπάκτου.
Χιλιάδες πλοία ετοιμάζονταν για μάχη.
Σε λίγο θα εκδηλώνονταν μία από τις μεγαλύτερες ναυμαχίες στην παγκόσμια ιστορία.
Η οθωμανική αυτοκρατορία θα αντιμετώπιζε την Ιερή Ένωση, που αποτελούνταν από τις ισχυρότερα χριστιανικά βασίλεια της νότιας Ευρώπης.
Ο υπαξιωματικός της ιταλικής φρεγάτας «Μαρκέσα» ήταν ένας άσημος νεαρός Ισπανός, που ψηνόταν στον πυρετό.
Έπασχε από ελονοσία και έβλεπε συνέχεια παραισθήσεις.
Είχε τυλιχτεί με σκοροφαγωμένες κουβέρτες ενώ τριγύρω του κυκλοφορούσαν ασύδοτα οι αρουραίοι.
Ονειρευόταν ηρωικές μάχες και πολεμικά ανδραγαθήματα, που εκείνη τη στιγμή φάνταζαν μάλλον αδύνατα.
Το όνομα του ήταν Μιγκέλ ντε Θερβάντες.
Όταν άκουσε τις κραυγές του πληρώματος και κατάλαβε ότι η μάχη είχε αρχίσει, δεν έμεινε άπραγος.
Πέταξε τα σκεπάσματα από πάνω του και ανέβηκε στο κατάστρωμα, τρεκλίζοντας.
Ο καπετάνιος τον είδε και τον διέταξε να επιστρέψει στο αμπάρι, αλλά ο Θερβάντες απάντησε: «Είναι καλύτερο να πεθάνω υπηρετώντας τον Θεό και τον Βασιλιά, απ’ το να κατέβω κάτω. Καπετάνιε, τοποθέτησέ με στο πιο επικίνδυνο σημείο και εκεί θα πεθάνω πολεμώντας».
Η ναυμαχία έληξε με τον θρίαμβο των Ευρωπαίων.
Ο Θερβάντες είχε δεχτεί δύο σφαίρες στο στήθος και άλλη μία στο αριστερό του χέρι, το οποίο έμεινε παράλυτο μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η χαρά του που πολέμησε εναντίον των απίστων ήταν τέτοια, που ξέχασε τον πόνο των τραυματισμών.
Ο ηρωισμός του αναγνωρίστηκε και προήχθη σε ανώτερο αξίωμα, παίρνοντας μάλιστα και υψηλότερο μισθό.
Η πενταετής αιχμαλωσία
Ο Θερβάντες ανάρρωσε και το χειμώνα του 1572, συνέχισε την στρατιωτική του καριέρα, στο πλευρό του αδελφού του, Ροδρίγο.
Όμως το Σεπτέμβριο του 1575, μετά από μια λαμπρή πορεία και πολλές ακόμη μάχες, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ισπανία.
Η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και οι αδελφοί Θερβάντες αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και να εγκαταλείψουν το στρατό.
Επιβιβάστηκαν στο πλοίο «Sol», που θα τους μετέφερε στην πατρίδα τους.
Ύστερα από μία καταιγίδα που απομόνωσε το πλοίο από την ακολουθία του, δέχτηκαν επίθεση από Αλγερινούς πειρατές.
Ο καπετάνιος παραδόθηκε για να μην κινδυνεύσουν οι ζωές των επιβαινόντων και το «Sol» άνοιξε πανιά για το Αλγέρι.
Ο Θερβάντες είχε μαζί του συστατικές επιστολές και έγγραφα που ανέφεραν το υψηλό στρατιωτικό του αξίωμα.
Όταν τα είδε ο πειρατής Νταλί Μαμί, που τον αιχμαλώτισε, πίστεψε ότι ο Θερβάντες ήταν πολύ ισχυρός άντρας και ζήτησε λύτρα 500 χρυσά νομίσματα.
Η φτωχή οικογένεια του Θερβάντες, ασφαλώς, δεν μπορούσε να τα πληρώσει και ο Μιγκελ παρέμεινε αιχμάλωτος.
Κρατούνταν μαζί με άλλους Χριστιανούς, που βασανίζονταν καθημερινά από τον Νταλί Μαμί.
Κάποιες μέρες είχε καλή διάθεση και απλώς έκοβε τα αυτιά των αιχμαλώτων, αλλά ορισμένες φορές δεν δίσταζε να τους κρεμάει και να τους παλουκώνει.
Ήξερε ότι με κάθε θάνατο έχανε και τα λύτρα, αλλά ο Νταλί Μαμί φημιζόταν για το βαναυσότητά του.
Ο Θερβάντες προσπάθησε πολλές φορές να αποδράσει, αλλά ποτέ δεν τα κατάφερε.
Οι γονείς του συγκέντρωσαν ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, το οποίο όμως έφτανε για να απελευθερώσει μόνο τον έναν απ’ τους γιους τους.
Μετά από δύο χρόνια αιχμαλωσίας, ο Ροδρίγο επέστρεψε στην Ισπανία, ενώ ο Μιγκέλ παρέμεινε στο Αλγέρι.
Χρειάστηκαν να περάσουν άλλα τρία χρόνια. Τότε οι γονείς του κατάφεραν να πληρώσουν και τα δικά του λύτρα και ο Μιγκέλ πήρε το δρόμο της επιστροφής.
Ο φοροεισπράκτορας
Ο Θερβάντες εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας και ήταν υπεύθυνος για τη συγκέντρωση εξοπλισμού του ισπανικού ναυτικού.
Ο Βασιλιάς Φίλιππος Β’ της Ισπανίας σχεδίαζε να κατατροπώσει την παντοδύναμη Ελισάβετ της Αγγλίας, με τον τεράστιο στόλο του.
Οι προετοιμασίες της λεγόμενης «Ισπανικής Αρμάδες» κράτησαν χρόνια και ο Θερβάντες ήταν ένας από τους ανθρώπους που συμμετείχαν στην προσπάθεια.
Αν και είχε διαπρέψει ως στρατιώτης, ο Θερβάντες δεν έδειχνε την ίδια συνέπεια ως φοροεισπράκτορας.
Συνελήφθη αρκετές φορές για λογιστικά λάθη και μάλιστα αφορίστηκε από την εκκλησία, επειδή κράτησε για εκείνον μεγάλο μέρος του σιταριού της Σεβίλλης.
Όποτε δεν ήταν στη φυλακή, ο Θερβάντες ασχολούνταν με το γράψιμο βιβλίων, αλλά και θεατρικών έργων, που πάντα τον συντηρούσαν οικονομικά.
Το 1604, εκδόθηκε το πρώτο μέρος του «Δον Κιχώτη», που σημείωσε τεράστια επιτυχία.
Οι οικονομικές δυσκολίες του Θερβάντες τελείωσαν και το συγγραφικό του ταλέντο αναγνωρίστηκε παγκοσμίως.
Το 1615, εκδόθηκε το δεύτερο μέρος του «Δον Κιχώτη» και ένα χρόνο αργότερα, στις 22 Απριλίου του 1616, ο Θερβάντες πέθανε από κίρρωση του ύπατος.