Το βράδυ της 9ης Απριλίου του 1953 ο τότε υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης Παπάγου, Σπύρος Μαρκεζίνης ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά την πρωτοφανή μείωση της αξίας της δραχμής κατά 50% έναντι του δολαρίου. Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος έφερε θετικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία, αλλά υπήρξαν και έντονες κριτικές για σκάνδαλο.
Στη ραδιοφωνική του δήλωση ο Μαρκεζίνης, ανήμερα των 44ων γενεθλίων του, ανέφερε ότι η υποτίμηση πραγματοποιήθηκε με στόχο την ενίσχυση του τουρισμού, την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, τον επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων και την προώθηση των επενδύσεων.
Ενάμιση χρόνο νωρίτερα στις βουλευτικές εκλογές είχε θριαμβεύσει ο «Ελληνικός Συναγερμός» και ο Παπάγος διόριζε υπερυπουργό τον Σπύρο Μαρκεζίνη.
Ο Μαρκεζίνης ήταν οπαδός επιθετικής αναπτυξιακής πολιτικής. Σε αυτό το πλαίσιο αποφάσισε τη σημαντική υποτίμηση της δραχμής, ούτως ώστε να εξισορροπηθεί στο ισοζύγιο πληρωμών και να ενισχυθούν τα ελληνικά προϊόντα με τις εξαγωγές.
Ποιοι γνώριζαν
Ο Μαρκεζίνης αποκάλυψε στη Βουλή ότι για το σχέδιο ήταν απολύτως ενήμεροι ο αναπληρωτής Υπουργός Συντονισμού Θάνος Καψάλης, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Ματζαβίνος και ο αμερικανός εκπρόσωπος στη Νομισματική Επιτροπή Κοστάντζο.
Την όλη επιχείρηση γνώριζε φυσικά ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος και οι εκπρόσωποι του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Κανείς άλλος δεν γνώριζε – ή τουλάχιστον υποτίθεται ότι δεν γνώριζε – το παραμικρό.
Ούτε καν τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου δεν είχαν ενημερωθεί για όσα σχεδίαζε η κυβέρνηση.
Με την υποτίμηση καθιερωνόταν αντιστοιχία 30.000 δραχμών ανά δολάριο, έναντι των 15.000 που ίσχυε ως τότε.
Πρακτικά αυτό σήμαινε ότι όποιος είχε πληροφορηθεί το όλο εγχείρημα και φρόντιζε εγκαίρως να μετατρέψει τις δραχμές σε δολάρια, διπλασίαζε την περιουσία του από τη μία στιγμή στην άλλη.
Εκφράστηκαν απόψεις ότι, ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις των εμπνευστών της υποτίμησης, η πληροφορία διέρρευσε και αξιοποιήθηκε από ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.
Ο Μαρκεζίνης απαντώντας στις σχετικές καταγγελίες υποστήριζε ότι δεν είχε σημειωθεί καμία διαρροή πληροφοριών και ότι το όλο εγχείρημα στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Μάλσιτα αναφέρθηκε ότι ούτε ο βασιλιάς Παύλος δεν γνώριζε το μυστικό.
Ο Μαρκεζίνης έγραψε στο βιβλίο του «Σύγχρονη Πολιτική Ιστορία της Ελλάδος»:
«Την επομένη εζήτησε να με δει ο βασιλεύς. Διεμαρτυρήθη, διότι δεν τον είχα ενημερώσει προηγουμένως επί ενός τόσο σημαντικού οικονομικού μέτρου. Πράγματι είχα αποφύγει να το πράξω, διότι δεν εμπιστευόμουν το ανακτορικό περιβάλλον.
«Μεγαλειότατε, το δικό μου καθήκον ήταν να ενημερώσω εγκαίρως τον πρωθυπουργό. Αυτό και έπραξα. Τα παράπονά σας, συνεπώς, θα έπρεπε να τα απευθύνετε σε εκείνον», απάντησα. Ο Παπάγος στον οποίο μετέφερα τον διάλογο, έδειξε ευχαριστημένος από την απάντηση. Ο βασιλεύς όμως απέφυγε να τον καλέσει».
Την υποτίμηση της δραχμής ακολούθησε κύμα ανατιμήσεων σε προϊόντα και απολύσεων στον κλάδο της βιομηχανίας. Μακροπρόθεσμα όμως έβαλε σε τροχιά εξυγίανσης και ανάπτυξης την ελληνική οικονομία.