H 24η Σεπτεμβρίου 1869 θεωρείται μια από τις χειρότερες ημέρες του αμερικανικού χρηματιστηρίου και έμεινε στην ιστορία ως «Μαύρη Παρασκευή». Υπεύθυνοι για το οικονομικό σκάνδαλο που προκλήθηκε και οδήγησε δεκάδες εταιρείες στη χρεοκοπία ήταν δύο κερδοσκόποι: ο Τζέι Γκουλντ και ο Τζέιμς Φισκ, ιδιοκτήτες της σιδηροδρομικής γραμμής Errie.
Οι δυο τους ήταν αδίστακτοι εκατομμυριούχοι της Γουόλ Στρητ, οι οποίοι δωροδοκούσαν πολιτικούς και δικαστές.
Είχαν στενές σχέσεις με τον Ουίλιαμ Τιντ γνωστό ως το «Αφεντικό», ο οποίος ήταν πρόεδρος της οργάνωσης «Tammany Hall», η οποία ήλεγχε τους υποψήφιους του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο Γκουλντ ήταν ένας εξαιρετικά ικανός και έξυπνος άνθρωπος. Ο ιστορικός Ενρι Άνταμς τον περιέγραφε ως εξής: «Άπλωνε τους ιστούς του στις γωνίες και στο σκοτάδι. Δεν ήταν ποτέ ικανοποιημένος παρά μόνο όταν τους εξαπατούσε όλους»!
Το 1869 στράφηκε στην αγορά χρυσού. Εκείνη την εποχή, ο χρυσός ήταν το πιο επικερδές μέσο συναλλαγής του αμερικανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η Γουόλ Στριτ είχε δημιουργήσει ένα «Χρυσό Δωμάτιο» όπου οι μεσίτες αντάλλαζαν χρυσό και δολάρια. Υπολογίζεται ότι 20 εκατομμύρια δολάρια σε χρυσό κυκλοφορούσαν στην αγορά εκείνη την εποχή.
Σκοπός του Γουλντ ήταν να ανοίξει την αγορά. Θα αγόραζε όσο περισσότερο χρυσό μπορούσε, θα αυξάνονταν η τιμή του και θα το μεταπωλούσε σε αστρονομικό ποσό.
Το Υπουργείο Οικονομικών ήλεγχε την τιμή του χρυσού και εάν ένας κερδοσκόπος προσπαθούσε να ανοίξει την αγορά, ο χρυσός θα πωλείτο και η τιμή του θα έπεφτε κατακόρυφα.
Το «κόλπο» με την εμπλοκή του Προέδρου
Ο Γουλντ ήρθε σε επαφή με τον γαμπρό του Αμερικανού Πρόεδρου Οδυσσέα Γκραντ, τον γραφειοκράτη Έιμπελ Κόρμπιν, ο οποίος κατάφερε και διόρισε τον επιχειρηματία Ντανιέλ Μποττερφιλντ ταμία των ΗΠΑ. Στη συνέχεια προσέγγισε τον Πρόεδρο και προσπάθησε να τον επηρεάσει, λέγοντάς του ότι οι υψηλές τιμές του χρυσού θα ωφελούσαν την οικονομία.
Στη συνέχεια, κανόνισε συνάντηση μεταξύ του Γουλντ και του Γκραντ και διοχέτευσε στον Τύπο πληροφορίες ότι ο πρόεδρος θα άλλαζε την οικονομική του πολιτική. Παράλληλα, ο Γκουλντ ήρθε σε επαφή με τον τραπεζίτη Τζιμ Φισκ ο οποίος έθεσε στη διάθεση του 7 εκατομμύρια σε χρυσό. Σε λίγο διάστημα ο Γουλντι και ο Φίσκ είχαν αγοράσει 60 εκατομμύρια σε χρυσό.
Γρήγορα, διαδόθηκε η φήμη ότι μια ομάδα επενδυτών προσπαθούσε να κατευθύνει την αγορά χρυσού.
Στις 22 Σεπτεμβρίου ο Πρόεδρος Γκραντ έμαθε για τη σκευωρία και απείλησε τον γαμπρό του, λέγοντας του ότι θα τίναζε στον αέρα την αγορά.
Στις 23 Σεπτεμβρίου ο Γκουλντ και ο Φισκ ξεκίνησαν να πωλούν κρυφά όσο περισσότερο χρυσό μπορούσαν.
Την επόμενη ημέρα, η τιμή του χρυσού είχε εκτοξευθεί. Ο Φισκ συνέχιζε να πουλάει σαν τρελός, ενώ δημοσιογράφοι και μεσίτες είχαν κατακλύσει τη Γουόλ Στρητ.
Ο Πρόεδρος Γκραντ ζήτησε από τον υπουργό Οικονομικών να ανοίξει τα θυσαυροφυλάκια και να πουλήσει 4 εκατομμύρια χρυσού.
Αμέσως η τιμή του χρυσού έπεσε κατά 30 μονάδες και η αγορά χρεοκόπησε.
Χιλιάδες επενδυτές καταστράφηκαν οικονομικά και τουλάχιστον ένας αυτοκτόνησε. Η οικονομία υπέστη τεράστια ζημιά και η πολιτική καριέρα του Γκραντ κινδύνευσε.
Ο Φισκ υποστήριξε ότι δεν έκανε εκείνος τις συναλλαγές, αλλά οι μεσίτες. Με τις ισχυρές διασυνδέσεις που διατηρούσαν με τον δικαστικό και πολιτικό κόσμο κατάφεραν να ξεφύγουν από τον νόμο.Ο Γκουλντ κέρδισε μερικά εκατομμύρια, τα οποία όμως ξόδεψε στις αγωγές οι οποίες ακολούθησαν μετά το κραχ.
Ωστόσο, δεν καταστράφηκε οικονομικά. Δέκα χρόνια αργότερα είχε υπό τον έλεγχο του τρεις ακόμα σιδηρόδρομους της Δύσης και η περιουσία είχε αυξηθεί εντυπωσιακά.
Ο Τύπος τον ανέφερε ως τον άνθρωπο που έκανε ότι ήθελε στη Γουόλ Στρητ. Όταν πέθανε το 1892, η περιουσία του ανερχόταν στα 72 εκατομμύρια δολάρια, που σε σημερινά χρήματα υπολογίζονται σε 1,76 δισ. δολάρια.