Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1930 στις 18-08-2016 από τον Βασίλη Γαλούπη
Για την τύχη του ελληνικού χρυσού στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έχουν ακουστεί διάφορα σενάρια, άλλοτε βάσιμα, άλλοτε ευφάνταστα, άλλοτε συνωμοσιολογικά. Προφανώς ελάχιστοι γνωρίζουν ότι υπάρχει καταγεγραμμένη επίσημη εκδοχή και μάλιστα άκρως περιγραφική για τις «περιπέτειες» του χρυσού που είχε στην κατοχή της η Τράπεζα της Ελλάδος κατά την εισβολή των Γερμανών.
Τόσο ο διοικητής της τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος όσο και ο υποδιοικητής Γεώργιος Μαντζαβίνος, υπακούοντας στην πρόσκληση, ακολούθησαν τον βασιλιά και την κυβέρνηση, με την απόφαση να μεταφέρουν την έδρα της τραπέζης εκεί όπου θα ήταν και η έδρα της ελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης.
Χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση, ο διοικητής της τραπέζης Γεώργιος Μαντζαβίνος αφηγήθηκε στον γράφοντα το χρονικό εκείνης της μετακίνησης της διοίκησης της τραπέζης και την περιπέτεια της διάσωσης του χρυσού της.
Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια.
Όταν έγινε αυτή η προπαρασκευαστική εργασία, την οποία μόνο εμείς οι τρεις ή τέσσερις γνωρίζαμε στην Τράπεζα, ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεσή μας δυο αντιτορπιλικά, τον “Βασιλέα Γεώργιο” και τη “Βασίλισσα Όλγα”, τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο. Η μεταφορά έγινε στις αρχές Φεβρουαρίου, θυμάμαι ήταν Καθαρά Δευτέρα.
Η αναχώρηση της διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος από την Αθήνα, κατ’ ακολούθηση της αναχώρησης του βασιλιά και της κυβέρνησης, έγινε στις 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της Τράπεζας Λαζαρίδης, Λεβής και Κοσμίδης, οι οποίοι θα μας συνόδευαν, πήραν εντολή να μεταβούν στον Μαραθώνα κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που είχε επιταχθεί. Το ατμόπλοιο στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν βυθίστηκε από τα γερμανικά Στούκας. Οι υπάλληλοί μας αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Αθήνα και να φύγουν το ίδιο βράδυ από τον Πειραιά με άλλο οπλιταγωγό (σ.σ.: πολεμικό πλοίο, μεταγωγικό οπλιτών).
Το ίδιο επίσης βράδυ φεύγαμε κι εμείς με την κυβέρνηση με το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Όλγα”. Η επιβίβασή μας έγινε υπό τραγικές συνθήκες σε μια παραλία των Μεγάρων. Πλάι μας καιγόταν ένα ατμόπλοιο που είχε προ ολίγου βομβαρδιστεί από τα Στούκας. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Φεύγαμε για ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου και κανείς μας δεν γνώριζε αν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί.
Η μεταφορά του χρυσού από το Ηράκλειο στη Σούδα έγινε με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό, που λεγόταν “Σάλβυα” και κυβερνιόταν από έναν έφεδρο αξιωματικό του αγγλικού εμπορικού στόλου.
Υπό διαρκείς επιθέσεις Στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το υποκατάστημα Ηρακλείου στο λιμάνι του Ηρακλείου και από εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό, στο μικρό πλήρωμα του οποίου προστέθηκαν, ως συνοδοί του χρυσού, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αριστείδης Λαζαρίδης και Μίνως Λεβής. Όταν ξεκίνησε το “Σάλβυα”, τα Στούκας, που το παρακολουθούσαν, του επιτέθηκαν. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατόρθωσε τότε με τα μικρά του αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψει δυο από τα γερμανικά αεροπλάνα. Υπό συνεχή συναγερμό, και με όλο τον χρυσό στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, το “Σάλβυα” έφθασε τελικά στη Σούδα.
Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Σουέζ
Κατόπιν παραμονής ενός μήνα στην Αλεξάνδρεια, το κεντρικό υποκατάστημα της Τράπεζάς μας μεταφέρθηκε στο Κάιρο, τρίτη κατά σειρά έδρα της διοίκησης της Τράπεζας. Σε συμφωνία με τις Συμμαχικές Αρχές ρυθμίσαμε τα της μεταφοράς του χρυσού της Τράπεζας, μέσω του Σουέζ, στην Πραιτόρια.
Η νέα τήξη του χρυσού και η αποθήκευση στην Τράπεζα της Ν.Αφρικής
Αυτό είναι το χρονικό της διάσωσης του αποθέματος χρυσού της Τράπεζας της Ελλάδος. Σημειώνεται εδώ ότι η Ελλάδα υπήρξε η μόνη από τις καταληφθείσες χώρες της οποίας ο χρυσός μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό και διέφυγε από τη γερμανική αρπαγή.