Πηγή: Αναζητώντας θρυλικούς θησαυρούς, Μπαϊμπάκης Ιωάννης, εκδόσεις Λεξίτυπον
Στην Πολωνία κυκλοφορούσαν μετά τον πόλεμο φήμες ότι οι Ναζί είχαν κρύψει σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Πρωσίας τους λεηλατημένους θησαυρούς της Πολωνίας, της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και των Εβραίων που έστελναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Οι πολωνικές αρχές για αρκετά χρόνια ερευνούσαν συστηματικά τις φήμες αυτές, ώστε να τις επιβεβαιώσουν ή να τις διαψεύσουν.
Στο πλαίσιο των ερευνών αυτών, συνέχιζαν για μήνες τις ανασκαφές σε έναν υπόγειο χώρο φτιαγμένο από μπετόν, που είχαν ανακαλύψει κοντά στην πόλη Στσέλιν. Τον Δεκέμβριο του 1963 έπειτα από τιτάνιες προσπάθειες άνοιξαν ένα τμήμα του χώρου και βρέθηκαν μπροστά σε θωρακισμένα χρηματοκιβώτια, βάρους ενός τόνου έκαστο. Τα χρηματοκιβώτια αυτά βγήκαν στην επιφάνεια με γερανούς. Έφεραν οχτώ κλειδαριές το καθένα, από τις οποίες οι τέσσερις άνοιγαν με συνδυασμούς γραμμάτων και αριθμών. Όταν όλες οι προσπάθειες να τα ανοίξουν απέβησαν άκαρπες, έφεραν ειδικούς τεχνίτες από την πόλη Μπρεσλάου, οι οποίοι κατάφεραν τελικά να τα ξεκλειδώσουν.
Τα χρηματοκιβώτια περιείχαν ρολόγια, βραχιόλια, δαχτυλίδια και άλλα τιμαλφή, καθώς και χρυσά δολάρια, χαρτονομίσματα και πολύτιμους λίθους. Οτιδήποτε υπήρχε στα χρηματοκιβώτια βρισκόταν σε άριστη κατάσταση. Παρ΄ ότι βρίσκονταν θαμμένα για 18 χρόνια, το αεροστεγές κλείσιμο των χρηματοκιβωτίων τα προστάτεψε απόλυτα. Τα χρυσά ρολόγια τα κούρδισαν και αυτά δούλεψαν κανονικά. Όσο για τα κοσμήματα έμοιαζαν λες και βγήκαν από τη βιτρίνα κοσμηματοπωλείου.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, τον Δεκέμβριο του 1961, άντρες του Πολωνικού στρατού έκαναν έρευνες με δύτες στο λιμάνι της Σπάλα, προκειμένου να ανακαλύψουν έναν θησαυρό που πόντισαν εκεί οι Ναζί κατά τη φυγή τους, ο οποίος αποτελούνταν από χρυσές εικόνες κλεμμένες από ρωσικές εκκλησίες, καθώς και πολύτιμα κοσμήματα πολύτιμους λίθους και άλλα λεηλατημένα από την Ευρώπη και την Λευκορωσία. Οι συγκεκριμένες έρευνες απέβησαν άκαρπες.
O θησαυρός του Γκαίριγκ
Ακόμη νωρίτερα τον Ιούλιο του 1961 ένας Ρώσος μηχανικός ονόματι Βασίλη Τσιμπίσωφ έγινε πασίγνωστος στην Πολωνία με αφορμή τις αναζητήσεις του για τον θησαυρό του Γκέριγκ. Όλα ξεκίνησαν όταν η Ρωσική εφημερίδα «Βετσέρναγια Μοσκοβά» δημοσίευσε ένα άρθρο σύμφωνα με το οποίο είκοσι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου , ο υπαρχηγός του Χίτλερ Χέρμαν Γκέριγκ κατασκεύασε ένα δάσος Σπαλκ, κοντά στην πολωνική πόλη Λοτζ, ένα υπόγειο κτηριακό συγκρότημα μήκους 800 μέτρων επενδυμένο από μπετόν πάχους τεσσάρων κτηρίων. Με ειδικούς γερανούς μετέφερε και έκρυψε μια ολόκληρη αμαξοστοιχία.
Κοντά στο υπόγειο κτηριακό συγκρότημα υπήρχε υπόγειος σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνικό κέντρο και στρατώνες, επίσης επενδυμένα με μπετόν. Σε αυτό το συγκρότημα υπήρχε η φήμη ότι ο Γκαίριγκ είχε μεταφέρει διάφορους θησαυρούς από τις κατακτημένες χώρες της Ευρώπης και απόρρητα έγγραφα.
Με την υποχώρηση τους το 1945, οι Ναζί έστρεψαν τη ροή ενός παρακείμενου ποταμού και βύθισαν τα υπόγεια καταφύγια. Μετά τον πόλεμο υπήρξαν διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες να εκτοπιστούν τα νερά του ποταμού, ώστε να έρθει και πάλι το υπόγειο κτηριακό συγκρότημα στην επιφάνεια. Όταν ο μηχανικός Βασίλη Τσιμπίσωφ διάβασε αυτό το δημοσίευμα, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο άντλησης υδάτων και το υπέβαλε στις πολωνικές αρχές. Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν αρκετά άρθρα χαρακτηρίζοντας το σχέδιο του μηχανικού απλό και ευφυές.
Μια από αυτές, η «Γριμπούχα Λιούντου» ανέφερε ότι σε απόσταση εφτά χιλιομέτρων από το υπόγειο κτηριακό συγκρότημα βρίσκεται και δεύτερο καταφύγιο μήκους 400 μέτρων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα δύο αυτά καταφύγια ίσως συνδέονται μεταξύ τους με υπόγειο τούνελ. Ως επιχείρημα χρησιμοποίησαν κάποιες παρατηρήσεις σύμφωνα με τις οποίες η στάθμη του νερού παραμένει πάντα η ίδια άσχετα με τις διακυμάνσεις του ποταμού Πίλιτσα. Ποια ήταν η εξέλιξη αυτής της ιστορίας δεν το γνωρίζουμε.