Το απόγευμα της 27 Φεβρουαρίου 1933 το κτίριο του γερμανικού κοινοβουλίου τυλίχθηκε στις φλόγες. Ο Χίτλερ που είχε οριστεί καγκελάριος μόλις ένα μήνα νωρίτερα δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία και είχε μεγάλη ανάγκη να τονίσει τον κομμουνιστικό κίνδυνο.

Είχε ήδη καταγγείλει τους κομμουνιστές ως ανατρεπτικούς, αλλά δεν διέθετε πειστικές αποδείξεις. Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ προσέφερε την τέλεια ευκαιρία να σπιλώσει τους αντιπάλους του.
Οι ναζί είπαν ότι επρόκειτο για κομμουνιστική συνωμοσία και σκηνοθέτησαν τη δίκη των υποτιθέμενων εμπρηστών στο Ανώτατο Δικαστήριο της Λειψίας.
Η δίκη, ωστόσο, παρά τις τεράστιες προσπάθειες του κατηγόρου που ήταν ο Χέρμαν Γκέρινγκ – εξελίχθηκε σε αποτυχία, κυρίως εξαιτίας της εξέχουσας υπερασπιστικής ομάδας των κατηγορουμένων. Την ίδια ώρα, η σφοδρή επιθυμία των ναζί να διασφαλίσουν την  καταδίκη οδήγησε στην πεποίθηση ότι ήταν βρίσκονταν πίσω από τον εμπρησμό.

Τι συνέβη πραγματικά;

O Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε όταν συνελήφθη από την αστυνομία και στη δίκη του με κατεβασμένο το κεφάλι

Περίπου στις 9 η ώρα το βράδυ, ένας φοιτητής που περπατούσε για το σπίτι του άκουσε τον ήχο ενός γυαλιού να σπάει. Νόμισε ότι είδε μια σκιά να σκαρφαλώνει στο κτίριο του Ράιχσταγκ και να μπαίνει από το παράθυρο του πρώτου ορόφου.
Ένας αστυνομικός είδε φλόγες να βγαίνουν από το κτίριο του κοινοβουλίου και στις 9.15 κάλεσε την πυροσβεστική. Στην αρχή η πρόσβαση ήταν δύσκολη. Έχασαν πολύτιμο χρόνο προσπαθώντας να σβήσουν πρώτα, τις μικρές εστίες φωτιάς στον διάδρομο.
Ήταν 9.40 όταν έφτασε όλη η δύναμη της πυροσβεστικής – 60 πυροσβεστικές αντλίες στάλθηκαν στο κτίριο. Εκείνη την ώρα πια το κτίριο είχε τυλιχθεί στις φλόγες και σύντομα καταστράφηκε ολοσχερώς.
Ένας χαμηλόβαθμος ναζί που γνώριζε ότι ο Γκέρινγκ, πρόεδρος του Ράιχσταγκ, μαζί με τον Χίτλερ και τον Γκέμπελς βρισκόταν σε πάρτι εκεί κοντά, τους τηλεφώνησε για να τους πει τα νέα. Κατέθεσε ότι αρχικά δεν τον πίστεψαν. Ωστόσο, ο Χίτλερ αντιλαμβανόμενος ότι μπορούσε να στρέψει προς όφελός του την κατάσταση, απαίτησε να συγκεντρωθούν και να εκτελεστούν οι κομμουνιστές τους οποίους θεώρησε υπεύθυνους.

Ο Ολλανδός εμπρηστής

Εντωμεταξύ, ένας μισόγυμνος νεαρός Ολλανδός με το όνομα Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε είχε συλληφθεί μέσα στο κτίριο και είχε μεταφερθεί στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα. Aνακρίθηκε πιεστικά και έδωσε πλήρη κατάθεση.
Εντυπωσίασε τους ανακριτές του με την καθαρότητα της σκέψης και την ευφυΐα του. Αποκάλυψε από που είχε αγοράσει το πετρέλαιο και τα προσανάμματα και είπε επίσης πως είχε βγάλει τα ρούχα του πριν τα μουσκέψει με πετρέλαιο, τα πέταξε τριγύρω και στη συνέχεια έριξε πάνω τους προσανάμματα.
Η αστυνομία ερεύνησε τις λεπτομέρειες και τις επικύρωσε ως αληθείς. Αξιωματικοί της πυροσβεστικής επιβεβαίωσαν ότι ο εμπρησμός ήταν τεχνικά εφικτός, καθώς ο σχεδιασμός του κτιρίου και κεντρικός του θόλος δημιουργούσαν το φαινόμενο της καπνοδόχου.
Αυτό, μαζί με την τακτική λίπανση της ξύλινης επένδυσης για λόγους καθαριότητας, έκαναν το κτίριο ιδανικό για ένα τέτοιο έγκλημα.

Δέχθηκαν ότι ο Ολλανδός είχε σχεδιάσει και πραγματοποιήσει τον εμπρησμό μόνος του και ότι το Κομμουνιστικό
Κόμμα δεν είχε εμπλακεί. Η ερμηνεία αυτή, όμως, ήταν απαράδεκτη για τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του.

Στη δίκη που ακολούθησε αγνόησαν τις αποδείξεις των ανακριτών και την αξιολόγησή τους ως προς την προσωπικότητα του βαν ντερ Λούμπε και επέμειναν να τον μετατρέψουν στο αποβλακωμένο κορόιδο του Κομμουνιστικού Κόμματος, που τα αδίστακτα αφεντικά του το έβαλαν να κάνει τη δουλειά.

Το καμένο κτίριο του Ράιχσταγκ, το 1933

Τον κατηγόρησαν ότι ήταν ενεργός κομμουνιστής, αν και είχε ασαφείς σοσιαλιστικές απόψεις και ήταν άγνωστος στους κομμουνιστές. Έδωσαν έμφαση στον ισχυρισμό τους ότι ήταν αδύνατον ένα άτομο να έχει ξεκινήσει τέτοια πυρκαγιά και κάλεσαν πολλούς τεχνικούς, ειδικούς για να αποδείξουν ότι δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει μόνος του χωρίς βοήθεια.
Όμως, πολλοί από αυτούς δεν ήταν πυροσβέστες ή αστυνομικοί, αλλά καθηγητές χημείας και εγκληματολογίας, ορισμένοι από τους οποίους δεν είχαν ούτε καν επισκεφτεί ποτέ το Ράιχσταγκ.
Επιπλέον, μόνο ένας από τους συγκατηγορούμενους – ο Τόργκλερ, επικεφαλής της κομμουνιστικής ομάδας στο κοινοβούλιο – βρισκόταν στο κτίριο εκείνο το βράδυ και είχε αποχωρήσει στις 8 μ.μ.
Οι υπόλοιποι, ο Βούλγαρος κομμουνιστής Ντιμιτρόφ, και οι άλλοι δύο Βούλγαροι, δεν βρίσκονταν ούτε καν στην ευρύτερη περιοχή, και έτσι και αλλιώς δεν είχαν καμία επαφή με τον βαν ντερ Λούμπε ούτε είχαν ξανακούσει κάτι γι’ αυτόν.

Αυτό ήταν παράξενο για τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πριν καταδικάσουν, συνήθως προτιμούσαν να έχουν κάποιες αποδείξεις της ενοχής του κατηγορουμένου.

Ο βαν ντερ Λούμπε, μίλησε καθαρά, με συνοχή και ακρίβεια. Προσπάθησε επί έξι ώρες να πείσει το δικαστήριο ότι κανείς δεν είχε κατευθύνει τη συμπεριφορά του και απέρριψε τις ενδείξεις των εμπειρογνωμόνων λέγοντας: «Ήμουν εκεί και εκείνοι δεν ήταν. Ξέρω ότι μπορεί να γίνει, διότι το έκανα».
Πιο εντυπωσιακή ήταν η παράσταση του Γκεόργκι Ντιμιτρόφ,  ενώπιον του δικαστηρίου. Ήταν διαυγής, πειστικός και κατατρόπωσε τον βασικό κατήγορο, τον Γκέρινγκ, τον οποίο ανάγκασε να λέει ασυναρτησίες.

Η απόφαση

Στο τέλος το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Ολλανδό. Παρότι η καταδίκη για εμπρησμό δεν οδηγούσε σε  θανατική ποινή, με απόφαση του Χίτλερ εκτελέστηκε με αποκεφαλισμό με τσεκούρι. Οι τέσσερις συγκατηγορούμενοι κομμουνιστές αθωώθηκαν, αλλά το δικαστήριο πρόσθεσε στο έγγραφο της απόφασης ότι ο βαν ντερ Λούμπε θα πρέπει να είχε βοήθεια από «άγνωστα άτομα».
Ο Ντιμιτρόφ κατηγόρησε ευθέως τον Γκέρινγκ: «Ο βαν ντε Λούμπε είχε βοήθεια. Δεν του την έδωσα εγώ. Συνεπώς θα πρέπει να την έλαβε από εσένα».
Οι κομμουνιστές, που έκαναν τη δική τους δίκη στο Λονδίνο και απέδειξαν ότι οι ναζί ήταν υπεύθυνοι για τον εμπρησμό, αναφέρθηκαν σε ένα «μυστικό» πέρασμα που μετέφερε καλώδια τηλεφωνικά και ηλεκτρικά, καθώς και σωλήνες θέρμανσης στο σπίτι του Γκέρινγκ εκεί κοντά (όπου βρισκόταν και ο χαμηλόβαθμος ναζί που επικοινώνησε τηλεφωνικά μεταδίδοντας το νέο για το ξέσπασμα της πυρκαγιάς στον Γκέρινγκ).
Ισχυρίστηκαν ότι τα μέλη του ναζιστικού κόμματος είχαν χρησιμοποιήσει αυτό το πέρασμα για να διεισδύσουν στο κτίριο.

Το γερμανικό κοινοβούλιο σήμερα

Εκεί άναψαν μόνοι τους τη φωτιά και την τελευταία στιγμή έσπρωξαν τον βαν ντερ Λούμπε μέσα στο κτίριο από το παράθυρο, για να τον συλλάβει η αστυνομία και να επωμιστεί εκείνος την κατηγορία.
Αυτή η ιστορία είναι επίσης απίθανη, και έτσι και αλλιώς, αγνοεί το γεγονός ότι στις 8.45 ένας ταχυδρόμος είχε επισκεφτεί το κτίριο για να παραδώσει την αλληλογραφία των βουλευτών, ο οποίος ούτε είδε, ούτε μύρισε κάτι, ούτε άκουσε τον ύποπτο. Τα στοιχεία που έδωσε αυτός ο ταχυδρόμος που ποτέ δεν κλήθηκε από το δικαστήριο, δείχνουν ότι το κτίριο ήταν άδειο στις 9 η ώρα όταν μπήκε ο βαν ντερ Λούμπε.

Το πιο πιθανό συμπέρασμα, συνεπώς, φαίνεται να είναι ότι ούτε οι κομμουνιστές ούτε οι ναζί ήταν υπεύθυνοι για την πυρκαγιά που κατέστρεψε το Ράιχσταγκ. Ο βαν ντερ Λούμπε το έκανε μόνος του.

Απόσπασμα του βιβλίου «Ανατρέποντας την ιστορία. 152 δημοφιλείς μύθοι καταρρέουν» του Εντ Ραϋνερ και Ρον Σταπλεϋ, Εκδόσεις ΕΝΑΛΙΟΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Πτήση πάνω από το μαρτυρικό Άουσβιτς. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου πέθαναν περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι στα «μπλοκ του θανάτου»…

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here