Στις 6 Απριλίου 1941, οι γερμανικές στρατιές εισέβαλαν ταυτόχρονα στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Στα οχυρά της γραμμής Μεταξά συνάντησαν πεισματική αντίσταση από τις ελληνικές φρουρές.
Την ίδια στιγμή όμως, ο γιουγκοσλαβικός στρατός αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων και διαλύθηκε κάτω από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα του γερμανικού 40ου Τεθωρακισμένου Σώματος. Ο κρίσιμος διάδρομος Μοναστηρίου-Κοζάνης, έμεινε τελείως ακάλυπτος. Μπροστά στον διαγραφόμενο κίνδυνο, η ελληνοβρετανική ηγεσία, δηλ. ο στρατηγός Ουίλσον και υπ’ αυτόν ο Έλληνας στρατηγός Χρ. Καράσσος, προώθησε βιαστικά δυνάμεις, για να καλύψουν το ρήγμα.
Σ’ αυτές τις δυνάμεις περιλαμβάνονταν, μια από τις καλύτερες μονάδες του Ελληνικού Στρατού, η Μεραρχία Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά.
Η μεραρχία είχε λάβει μέρος στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο και είχε καταγράψει στο ενεργητικό της αρκετές επιτυχίες, μεταξύ αυτών και τη συμμετοχή της στην διάλυση της επίλεκτης ιταλικής μεραρχίας αλπινιστών «Τζούλια». Σύντομα έφθασε στο όρος Βαρνούς, δυτικά της Φλώρινας, αποκλείοντας τον πλέον σημαντικό δρόμο, που οδηγούσε στην Κρυσταλλοπηγή, στην Κορυτσά και στην Καστοριά.
Η επίθεση των Γερμανών
Στις 10 Απριλίου, οι Γερμανοί έκαναν αναγνωριστική επίθεση. Η ελληνική αντίσταση όμως, δεν τους επέτρεψε να προχωρήσουν. Την επομένη, τμήματα της 73ης γερμανικής Μεραρχίας, εξόρμησαν από την πόλη της Φλώρινας. Πλησιάζοντας τις ελληνικές γραμμές, βλήθηκαν από τους ιππείς που είχαν αφιππεύσει και μάχονταν ως πεζοί και από το ελαφρύ και το βαρύ πυροβολικό της Μεραρχίας Ιππικού. Η σύγκρουση γενικεύθηκε, όταν οι Γερμανοί αναπτύχθηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά.
Οι εύστοχες βολές των Ελλήνων πυροβολητών και η δυσκολία των Γερμανών να κινηθούν πάνω στα χιονισμένα και άγνωστα σε αυτούς υψώματα, όπου παραμόνευε ο θάνατος, δημιούργησαν γρήγορα άσχημες συνθήκες για τους επιτιθέμενους.
Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί πολέμησαν με πείσμα, προσπαθώντας να εκβιάσουν τη διάβαση. Όμως εκείνη την ημέρα αντιμετώπιζαν σκληροτράχηλους βετεράνους του Αλβανικού Μετώπου και όχι απρόθυμους Γιουγκοσλάβους στρατιώτες. Επειδή οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να πετύχουν κάποια πρόοδο, διέπραξαν το σφάλμα να επικεντρώσουν την προσπάθειά τους σε μια μετωπική έφοδο πεζών κατά μήκος του δρόμου, ο οποίος όμως ήταν κάτω από το προετοιμασμένο πυρ του ελληνικού πυροβολικού. Το τελευταίο άρχισε με τη γνωστή του χειρουργική ακρίβεια να σκορπίζει τον θάνατο στους αλλόφρονες Γερμανούς.
Η κατάσταση χειροτέρεψε για τους επιτιθέμενους, όταν ένας ουλαμός ιππέων ελίχθηκε, ώστε να αποκόψει την οδό οπισθοχώρησης του εχθρού. Οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα άρματα και τα τεθωρακισμένα οχήματά τους στον βαλλόμενο στενό δρόμο. Βλέποντας τους ελληνικούς ελιγμούς και καθώς έπεφταν νεκροί, ο ένας μετά τον άλλον, από τα ελληνικά πυρά, άρχισαν να χάνουν το ηθικό τους.
Οι διοικητές τους διέταξαν αναδίπλωση. Η ελληνική διοίκηση διέταξε άμεση αντεπίθεση. Προφανώς οι Γερμανοί να μην κατάλαβαν τι σήμαινε η διαταγή των Ελλήνων ομαδαρχών «σύρατε σπάθην».
Όταν όμως είδαν τους ιππείς να ορμούν εναντίον τους, κραδαίνοντας τα σπαθιά τους, κατάλαβαν ότι ένας δρόμος υπήρχε μόνο γι’ αυτούς, εκείνος της υποχώρησης!
Σύντομα οι οπισθοχωρούντες Γερμανοί τράπηκαν σε άτακτη φυγή προς τη Φλώρινα.
Στις παρυφές της πόλης όμως, ανασυντάχθηκαν και ενισχύθηκαν, σχηματίζοντας μια γραμμή άμυνας.
Μπροστά σε αυτή σταμάτησαν οι Έλληνες ιππείς και αναδιπλώθηκαν.
Τις δύο επόμενες ημέρες, 12 και 13 Απριλίου, οι Γερμανοί δεν τόλμησαν καν να πλησιάσουν τις ελληνικές θέσεις!
Ποιος τους εγγυάτο ότι εκεί, στις άγριες χιονισμένες πλαγιές, δεν τους περίμεναν οι «τρελοί» με τα σπαθιά στα χέρια;
Ο Ελληνογερμανικός πόλεμος τελείωσε με ήττα των Ελλήνων. Ωστόσο η μέρα που τα άλογα κυνηγούσαν τα άρματα, έμεινε χαραγμένη στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Νίκος Γιαννόπουλος , ιστορικός
Ο επιχρωματισμός της αρχικής φωτογραφίας που προέρχεται από το ελληνοαλβανικό μέτωπο, έγινε από τον Νίκο Χατζητσίρο