Πηγή: Οι κυνηγοί των Ναζί: Η καταδίωξη των εγκληματιών του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου
Oι δίκες του Νταχάου είχαν ολοκληρωθεί με την καταδίκη 1.416 από τους 1.612 κατηγορούμενους. Ο αμερικανός στρατηγός Κλέι, που κλήθηκε να επανεξετάσει τις υποθέσεις από τον αμερικανικό στρατό, δήλωσε: «Αναίρεσα 69 καταδίκες, μετέτρεψα 119 ποινές και μείωσα 138, επικαλούμενος αμφιβολίες περί της αξιοπιστίας των μαρτυριών μερικών από τους επιζήσαντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης».
Μετέτρεψε 127 από τις 426 θανατικές ποινές σε ισόβια κάθειρξη. Όμως, η απόφασή του να μετατρέψει την ποινή ισόβιας κάθειρξης της πιο διαβόητης κατηγορούμενης του Νταχάου, της Ίλσε Κοχ ή «Σκύλας του Μπούχενβαλτ» σε τετραετή φυλάκιση σόκαρε τον Γουίλιαμ Ντένσον, ο οποίος είχε χειριστεί την υπόθεση στο Νταχάου.
Η Κοχ ήταν σύζυγος του ναζιστή διοικητή του κολαστηρίου Μπούχενλβαντ, Καρλ Ότο Κοχ η οποία ήταν απάνθρωπη και σαδίστρια.
Ήταν πιο διαβολική και από τους άντρες και διέπραξε θηριωδίες σε βάρος των κρατουμένων. Περιφερόταν στο στρατόπεδο γυμνή καβάλα στο άλογό της με ένα μαστίγιο και όποιος την κοιτούσε εκτελούνταν επί τόπου. Διέταζε τον φόνο των κρατούμενων και την αφαίρεση του δέρματος. Λέγεται ότι διέθετε συλλογή από αμπαζούρ, γάντια και εξώφυλλα βιβλίων από ανθρώπινο δέρμα, ακόμα και ανθρώπινα κρανία.
Τελικά, το ζεύγος Κοχ συνελήφθη πρώτα από τους Ναζί για κατάχρηση εξουσίας και υπεξαίρεση χρημάτων, καθώς ζούσαν πλουσιοπάροχα και διέθεταν τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία.
Πέρασαν από δίκη στο Μόναχο, ο άντρας της κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε, ενώ εκείνη αθωώθηκε. Ωστόσο, λίγο αργότερα η Κοχ συνελήφθη από τους Αμερικανούς και καταδικάστηκε σε ισόβια. Στη συνέχεια, η ποινή της μειώθηκε από το στρατοδικείο των ΗΠΑ με τον Κλέι να δηλώνει ότι ήταν ένας «οικτρός, άθλιος χαρακτήρας που επιδεικνύοντας το αιδοίο της» είχε προκαλέσει «το βαθύ μίσος» των φυλακισμένων που κατέθεσαν εναντίον της.
Όπως είπε, τα στοιχεία δεν τον έπεισαν ότι είχε «ενεργό συμμετοχή στα εγκλήματα του Μπούνενβαλτ». Οι ιστορίες περί λαμπατέρ φτιαγμένων από το δέρμα κρατουμένων, πρόσθεσε, διαψεύστηκαν όταν έγινε φανερό ότι ήταν δέρμα κατσίκας».
Η Υπόθεση Κοχ πήρε μεγάλη δημοσιότητα και αποφασίστηκε η διερεύνησή της από μια υποεπιτροπή της Γερουσίας με επικεφαλής τον Χόμερ Φέργκιουσον, γερουσιαστή του Μίσιγκαν.
Στη συνεδρίαση ο Ντένσον επανέλαβε ότι η Κοχ ήταν μια βασανίστρια αμέτρητων κρατούμενων που επιδείκνυε εξαιρετικά σαδιστική συμπεριφορά. Εξήγησε ότι οι ισχυρισμοί πως διάλεγε κρατούμενους για να τους γδάρουν και να χρησιμοποιήσει το δέρμα τους για λαμπατέρ δεν είχαν παίξει ουσιαστικό ρόλο στην απόφασή του, παρόλο που πήραν μεγάλη δημοσιότητα.
«Δεν πιστεύω ότι αυτή η κατηγορία ήταν τόσο σημαντική», δήλωσε. «Η ουσία είναι ότι ξυλοκοπούσε κρατούμενους και ότι τους προκαλούσε βάζοντας μετά τους φύλακες να τους χτυπήσουν μέχρι θανάτου. Αυτό ήταν το πραγματικό αίτιο της καταδίκης της».
Όταν ρωτήθηκε αν η Κοχ ήταν λιγότερο ένοχη από τους άλλους κατηγορούμενους του Μπούχεβαλντ, ο Ντένσον ανέφερε ότι ο ρόλος της ήταν αυτός της συζύγου του πρώτου διοικητή του στρατοπέδου, κάτι που σήμαινε ότι δεν είχε επίσημα καθήκοντα. «Νομίζω ότι ήταν πιο ένοχη από τους άλλους. Έκανε ό,τι έκανε με δική της πρωτοβουλία είπε: «Δεν υπήρχε λόγος να ασκήσει την εξουσία που ασκούσε…Οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα πίστευαν ότι ο λόγος που καταδικάστηκε σε ισόβια και όχι σε θάνατο ήταν το γεγονός ότι ήταν έγκυος».
Ο Γερουσιαστής του Άρκανσο Τζον Μακλίλαν δήλωσε: «Απ΄ όσα γνωρίζω ως τώρα για την υπόθεση θα έπρεπε να πιάσουν αυτή τη γυναίκα και να της σπάσουν τον λαιμό».
Η υποεπιτροπή αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής λόγος για τη μείωση της ποινής της Κοχ. Αφού εξέτισε την ποινή τετραετούς φυλάκισης που της είχε επιβάλει ο Κλέι, ένα δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας την καταδίκασε για προτροπή σε φόνο και κακομεταχείριση Γερμανών κρατουμένων και την τιμώρησε με ισόβια κάθειρξη.
Ο Πέτερ Χάιντερνμπεργκερ, ο νεαρός Γερμανός δημοσιογράφος που είχε καλύψει τις δίκες του Νταχάου πήρε συνέντευξη από την Κοχ στη φυλακή. Ομολόγησε ότι λυπήθηκε λίγο την κοντόχοντρη γυναίκα που κάποτε είχε θεωρηθεί σεξουαλικό τέρας μυθικών διαστάσεων. Χάνοντας την υποτιθέμενη αλλοτινή γοητεία της θύμιζε πλέον «επαρχιώτισσα γραμματέα, λίγο σεξομανή αλλά γενικά άνθρωπος που δεν θα ήθελες να έχεις σχέση μαζί του».
Το 1963 η Κοχ ξεχασμένη σε μεγάλο βαθμό από όλους τους άλλους δέχτηκε στη φυλακή επίσκεψη από τον έφηβο γιο της, τον Ούβε, που μόλις είχε μάθει για τη μητέρα του η οποία ήταν έγκυος σ’ αυτόν όταν δικαζόταν για πρώτη φορά. Ο Ούβε άρχισε μετά να την επισκέπτεται κατά περιόδους. Το 1967 φτάνοντας στη φυλακή έμαθε ότι η Κοχ είχε κρεμαστεί. Του είχε αφήσει ένα σημείωμα. «Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς», έγραφε. Ο θάνατος είναι για μένα απελευθέρωση».