Στις 30 Ιουνίου 1934, ο ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ διατάζει την αιματηρή εκκαθάριση του κόμματός του από υποψήφιους «πολιτικούς εχθρούς».
Αυτή ήταν «Η Νύχτα των μεγάλων μαχαιριών», όπως έμεινε στην ιστορία , “δανειζόμενη” ένα επεισόδιο από τους θρύλους του Βασιλιά Αρθούρου. Πρωταγωνιστές και οι άμεσοι συνεργάτες του Χίτλερ: Γκέρινγκ, Χίμλερ, Γκέμπελς και Χέιντριχ.
Δολοφονήθηκαν όλα τα ηγετικά στελέχη της παραστρατιωτικής οργάνωσης SturmΑbteilung (SA – τμήμα εφόδου) και δεξιοί πολιτικοί που δεν είχαν σχέση με την SA.
Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα της Γερμανίας διέθετε στις αρχές της δεκαετίας του 1930 δυο ένοπλα σώματα, τα οποία δρούσαν ως παραστρατιωτικές οργανώσεις: τα SA (SturmΑbteilung, τμήμα εφόδου) και τα SS (SchutzStaffel, τάγμα προστασίας), αποτελούνταν κυρίως από την ελίτ των κομματικών μελών και ελέγχονταν πλήρως από την ηγεσία.
Τα τμήματα εφόδου εκείνη την εποχή αριθμούσαν τέσσερα εκατομμύρια μέλη και συνέβαλαν ενεργά στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Η επίσημη εκδοχή των Ναζί περιέγραψε αυτές τις ενέργειες ως προληπτικό μέτρο κατά ενός πραξικοπήματος δήθεν προγραμματισμένου από τον Ερνστ Ρεμ, αρχηγό της SA και παλιό φίλο του Χίτλερ.
Για το λόγο αυτό χρησιμοποίησε τον όρο Röhmputsch, δηλαδή «πραξικόπημα του Ρεμ».
Τα κίνητρα της μεγάλης ρίξης Χίτλερ – Ρεμ
Η διαφορά ανάμεσα στα δύο σώματα δεν ήταν μόνο ποσοτική αλλά και κοινωνική-πολιτική.
Η SA στελεχωνόταν κυρίως από τις μάζες και προσδοκούσε ότι μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, θα ετίθεντο σε εφαρμογή οι αντικαπιταλιστικές εξαγγελίες του εθνικοσοσιαλιστικού προγράμματος.
Αντίθετα η SS αποτελούνταν κυρίως από την ελίτ των κομματικών μελών και ελεγχόταν πλήρως από την ηγεσία.
Με τη συμμετοχή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην κυβέρνηση δεξιού συνασπισμού το 1933, τα SA έγιναν πρακτικά ανεξέλεγκτα, ιδιαίτερα λόγω των χρόνιων υποσχέσεων του Χίτλερ για αποκατάσταση της στρατιωτικής αίγλης του παρελθόντος και ακύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, που περιόριζε το γερμανικό στρατό στους 100.000 άντρες.
Τα SA επιθυμούσαν να αντικαταστήσουν τον παραδοσιακό στρατό της Γερμανίας, κάτι που γνώριζαν οι ηγέτες των ενόπλων δυνάμεων και οι συντηρητικοί πολιτικοί και οικονομικοί υποστηρικτές τους.
Με τη συμμετοχή του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην κυβέρνηση δεξιού συνασπισμού το 1933, η SA έγινε πρακτικά ανεξέλεγκτη, με αποτέλεσμα να μπει στο στόχαστρο των συντηρητικών κομμάτων που στήριζαν τον καγκελάριο Χίτλερ και των κοινωνικών τάξεων που αυτά εκπροσωπούσαν.
Οι στρατιωτικοί ήξεραν πως ο Ρεμ πίεζε το φίλο και ομοϊδεάτη του να καταργηθεί ο στρατός και να αντικατασταθεί από τη SA, οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες ενοχλούνταν από την αντικαπιταλιστική (εκ δεξιών) ρητορική τους, οι αριστοκράτες φοβούνταν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μέσον για να απαλλοτριωθεί η γη τους, η μεσαία τάξη τρόμαζε από τις τραμπούκικες μεθόδους τους.
Ο Χίτλερ έβλεπε μεν την SA ως εμπόδιο, δίσταζε όμως να λάβει μέτρα αφού οι άνδρες της SA έκαναν όλη τη βρώμικη δουλειά για το κόμμα του. Αποφάσισε να δράσει μόνο την άνοιξη του 1934, όταν σύσσωμος ο παλιός συντηρητικός πολιτικός κόσμος τον απείλησε ότι θα άρει την κοινοβουλευτική υποστήριξή του στην κυβέρνηση, εάν δεν περιορίσει τις αυθαιρεσίες των ανδρών του Ρεμ.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: «Ήταν τρομακτικό, με κοίταξε με μία έκφραση γεμάτη μίσος και περίμενε να λουφάξω. Αλλά δεν λούφαξα». Ο Γερμανοεβραίος που φωτογράφησε τον Γκέμπελς.
Η επιχείρηση «Κολιμπρί» και η δίωξη του Ρεμ για προδοσία και ομοφυλοφιλία, σήμαναν το τέλος του
Η επιχείρηση η οποία έλαβε την ονομασία «Κολιμπρί», ξεκίνησε με την κατασκευή ενός πλαστού κατηγορητηρίου από τον Χάινριχ Χίμλερ, πως ο Ρεμ είχε λάβει 12.000.000 μάρκα από τη Γαλλία για να ανατρέψει τον Χίτλερ.
Το κατηγορητήριο ήταν απαραίτητο, ώστε ο Χίτλερ στις 24 Ιουνίου να πείσει τα στελέχη της SS να αναλάβουν την επιχείρηση χωρίς συναισθηματικούς δισταγμούς.
Στον φάκελο γινόταν, επίσης, αναφορά στις ομοφυλοφιλικές τάσεις του Ρεμ, πράγμα ανήκουστο για την εποχή εκείνη και δη για αξιωματούχο του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο όχι μόνον αποκήρυττε, αλλά δίωκε την ομοφυλοφιλία.
Τρεις μέρες αργότερα συμφώνησε με τον στρατό για την επιχείρηση, κάτι μάλλον εύκολο, αφού το στράτευμα ελεγχόταν ακόμα από τους συντηρητικούς αστούς.
Το πρωί της 30ης Ιουνίου ο Χίτλερ συγκέντρωσε τους ηγέτες των βαυαρικών SA στο Μόναχο και τους άσκησε δριμύτατη κριτική, επειδή δήθεν αδυνατούσαν να επιβάλουν τη ναζιστική τάξη στους δρόμους της πόλης. Αυτή ήταν η αρχή του διωγμού, ο οποίος υλοποιήθηκε με μαζικές συλλήψεις και δεκάδες εκτελέσεις στελεχών της SA από τους άνδρες της SS χωρίς καν δίκη.
Μέσα στην αναταραχή, ο Χίτλερ βρήκε την ευκαιρία να εξοντώσει και διάφορους άλλους πολιτικούς αντιπάλους του που δεν είχαν σχέση με την οργάνωση, όπως ο Γκρέγκορ Στράσερ, ο στρατηγός Φέρντιναντ φον Μπρέντοβ, ο πρώην καγκελάριος Κουρτ φον Σλάιχερ και ο πρώην πρωθυπουργός της Βαυαρίας Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ.
Ο Ρεμ συνελήφθη στο εξοχικό του και οδηγήθηκε στη φυλακή Στάντελχαϊμ του Μονάχου, χωρίς ακριβώς να αντιλαμβάνεται τι έχει συμβεί. Εκεί ο επικεφαλής των δεσμοφυλάκων Τέοντορ Άικε άφησε στο κελί του Ρεμ ένα πιστόλι με μια σφαίρα και αποχώρησε, προσδοκώντας ότι θα αυτοκτονούσε.
Κάτι τέτοιο δε συνέβη αφού ο Ρεμ φώναζε ότι «αν πρέπει να πεθάνω να με σκοτώσει ο Αδόλφος».
Τελικά ο αρχηγός της SA εκτελέσθηκε στις 2 Ιουλίου.
Λέγεται ότι το μακελειό πήρε τέτοιες διαστάσεις που μερικοί από τους εκτελεστές των SS έπαθαν νευρικό κλονισμό, αφού όλο το τριήμερο δεν σταμάτησαν οι εκτελέσεις των μέχρι χθες συντρόφων τους.
Η «νομιμοποίηση» της «Νύχτας των Μεγάλων Μαχαιριών»
Ανάμεσά στους νεκρούς συγκαταλέγονται τα εξής πρόσωπα-κλειδιά:
- Ο αρχηγός των SA του Βερολίνου Κάρλ Ερνστ, ο οποίος αναχωρούσε για το γαμήλιο ταξίδι του. Ήταν ο μοναδικός που γνώριζε πραγματικά ποιος έβαλε την πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ τις παραμονές των εκλογών του 1933.
- Ο πρώην πρωθυπουργός της Βαυαρίας φον Καρ που εμπόδισε το πραξικόπημα του Χίτλερ στην μπυραρία.
- Ο στρατηγός φον Σλάιχερ , ο τελευταίος καγκελάριος που προσπάθησε να αποτρέψει την άνοδο του Ναζισμόυ.
- Ο παλιός αρχηγός του Ναζιστικού κόμματος Γκρέγκορ Στράσσερ, τα παιδιά του οποίου είχε βαφτίσει ο ίδιος ο Χίτλερ.
- Ο αρχηγός των Καθολικών του Βερολίνου Εριχ Κλαουζενερ δεξί χέρι του αντικαγκελαρίου φον Πάπεν, καθώς και ο προϊστάμενος του ιδιαίτερου του γραφείου. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο.
- Ο πάτερ Στεμπλφλ αποσχηματισμένος Ιησουίτης και παλιός συνεργάτης του Χίτλερ, ο οποίος γνώριζε για κάτι ανήθικα γράμματα που είχε γράψει παλιά ο Αδόλφος στην ανηψιά του Γκέλι.
Ο συνολικός αριθμός των θυμάτων δεν δημοσιεύθηκε.
Ο νέος αρχηγός της SA, Βίκτορ Λούτσε, είπε αργότερα ότι εκτελέσθηκαν 81 άτομα.
Υπολογίζεται ότι στις τρεις ημέρες δολοφονήθηκαν περίπου 200 άτομα, κυρίως από την SS, με βοήθεια από τη μυστική αστυνομία (Γκεστάπο) και τον Στρατό. Στα μέσα ενημέρωσης ο Χίτλερ παρουσιάσθηκε ως θύμα συνωμοσίας του Ρεμ.
Στις 3 Ιουλίου η Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών νομιμοποιήθηκε εκ των υστέρων ως αυτοάμυνα του κράτους βάσει του Εξουσιοδοτικού Νόμου (Ermächtigungsgesetz), ενός νόμου του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που, τυπικά, ήταν ακόμα εν ισχύ.
Μετά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» γινόταν φανερό ότι οι δομές του γερμανικού κράτους γίνονταν ολοένα και πιο ναζιστικές. Παράλληλα, ο Χίτλερ εδραιωνόταν ως ο μοναδικός ηγέτης του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ανάγοντας τα SS σε ρυθμιστή όχι μόνο του κόμματος αλλά και του κράτους.
Πηγές: DIE NACHT DER LANGEN MESSER, wikipedia, HISTORY