του Στέφανου Μίλεση από το Πειραιόραμα
Ένα γεγονός που καταγράφηκε από όλους τους ιστοριογράφους της κατοχικής περιόδου, ήταν ο μεγάλος αριθμός από βαγόνια μετασκευασμένα που ήταν γνωστά ως «κλούβες». Και ενώ οι Γερμανοί κατά την αποχώρησή τους κατέστρεφαν τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, κτήρια, γραμμές, ατμομηχανές και βαγόνια, οι μόνες που παρέμειναν άθικτες ήταν οι «κλούβες», συνεχίζοντας να προκαλούν τον τρόμο σε όσους τις έβλεπαν.
Επρόκειτο για ένα ανοιχτό σιδηροδρομικό βαγόνι που μετατρεπόταν σε μεγάλο κλουβί, εντός του οποίου οι Γερμανοί έβαζαν κρατούμενους. Στη συνέχεια τοποθετούσαν την «κλούβα» μπροστά από τη σιδηροδρομική μηχανή, ώστε σε περίπτωση δολιοφθοράς, να σκοτώνονταν πρώτα οι κρατούμενοι που επέβαιναν σε αυτήν. Η τοποθέτησή τους στην «κλούβα» αποτελούσε μαρτύριο, καθώς από τον Πειραιά έμεναν εντός αυτής μέχρι του προορισμού, άνθρωποι που είχαν συλληφθεί φορώντας πουκάμισα και φανελάκια και γενικώς ήταν απροετοίμαστοι. Αυτοί καλούνταν στη συνέχεια να διεκπεραιώσουν τη διαδρομή μέσα σε αντίξοες καιρικές συνθήκες, κρύου, βροχής ακόμα και χιονιού. Ταξίδευαν για ώρες ακάλυπτοι και εκτεθειμένοι χωρίς καμία προστασία, ενώ γνώριζαν ότι η εκεί παρουσία τους δεν θα απέτρεπε τις αντιστασιακές ομάδες από το έργο τους.
Καθώς ο Πειραιάς διέθετε δύο τερματικούς σταθμούς σιδηροδρόμων, Πελοποννήσου και Λαρίσης, αλλά και επισκευαστική βάση σιδηροδρόμων, οι κλούβες αποτελούσαν σύνηθες κατοχικό θέαμα. Η αγριότητα του πολέμου και η λυσσαλέος αγώνας κατά των Γερμανών ωστόσο, δεν εμπόδιζε τις ομάδες αντίστασης να προβαίνουν σε πράξεις δολιοφθοράς.
Το σαμποτάζ στην σήραγγα κοντά στο σταθμό Νεζερού – Δομοκού
Τα ξημερώματα της 2ας Ιουνίου του 1943 σε σιδηροδρομικό δρομολόγιο κατάφορτο από Ιταλούς στρατιώτες με προορισμό την Θεσσαλονίκη, σημειώθηκε σαμποτάζ την ώρα που ο συρμός διερχόταν από την σήραγγα κοντά στο Κούρνοβο της Θεσσαλίας (τούνελ Νεζερού), συνολικού μήκους 510 μέτρων. Η έκρηξη ήταν τόσο δυνατή, ώστε κατέρρευσε το τούνελ προκαλώντας το θάνατο όχι μόνο των 230 Ιταλών στρατιωτών που επέβαιναν στην αμαξοστοιχία, αλλά και 25 Γερμανών που αποτελούσαν τη φρουρά της σήραγγας. Η αντιστασιακή πράξη έγινε, παρά το γεγονός ότι μπροστά από την ατμομηχανή στο συγκεκριμένο δρομολόγιο υπήρχε «κλούβα» εντός της οποίας υπήρχαν 15 όμηροι.
Η προσέγγιση των ομήρων της «κλούβας» από συγγενείς, φίλους και άλλους, αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο καθώς μαζί με εκείνους που ήθελαν να μάθουν για την τύχη των οικείων τους, πλησίαζαν και άτομα που ενεργούσαν σε ομάδες δολιοφθοράς με σκοπό τη λήψη πληροφοριών περί του εκτελούμενου δρομολογίου. Έτσι οι Γερμανοί πολλές φορές συνελάμβαναν και τα άτομα που προσέγγιζαν του ομήρους της «κλούβας» και τα τοποθετούσαν μαζί τους, συμπληρώνοντας τον αριθμό τους. Πολλοί συγγενείς μόλις αντιλαμβάνονταν την πρόθεση των Γερμανών, έτρεχαν αλλόφρονες να γλυτώσουν οι ίδιοι. Η γερμανική βαρβαρότητα δεν υποχωρούσε σε καμία περίπτωση από τις παρακλήσεις και από τους θρήνους των γονιών, των συζύγων, των αδελφών ή των παιδιών των μελλοθανάτων.