Την αποκαλούσαν «Ινδή πριγκίπισσα» και έδρασε ως κατάσκοπος στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ονομαζόταν Νόορ Ιναγιάτ Καν και ήταν πράκτορας των Συμμάχων με το κωδικό όνομα «Μαγδαληνή».

Γεννήθηκε το 1914 στη Μόσχα. Η μητέρα της ήταν Αμερικανίδα και ο πατέρας της Ινδός μουσουλμάνος.
Ήταν δάσκαλος του σουφισμού, μιας εσωτερικής φιλοσοφίας του Ισλάμ που εκφράζει τον ισλαμικό μυστικισμό.
Η Καν πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής της στο Λονδίνο και σε ηλικία έξι ετών μετακόμισε στο Παρίσι.
Σπούδασε παιδοψυχολογία στη Σορβόνη και χαρακτηριζόταν ως ήσυχη και ευαίσθητη προσωπικότητα. Έγραφε παιδικά βιβλία, ποιήματα και έπαιζε πιάνο.

Η Καν γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1914

Όταν ξέσπασε ο  Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφυγε από τη Γαλλία και μετακόμισε στην Αγγλία με τη μητέρα και τα αδέρφια της. Τότε, πήρε μέρος στη βασιλική αεροπορία για γυναίκες και ήρθε σε επαφή με τη μυστική υπηρεσία SOE (Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών) που είχε ιδρυθεί με εισήγηση του Τσόρτσιλ. Τα μέλη της ήταν υπεύθυνα για κατασκοπεία καταδρομές και δολιοφθορές.
Αφού εκπαιδεύτηκε ως κατάσκοπος, της έδωσαν το ψευδώνυμο «Μαγδαληνή».

Επειδή είχε ζήσει στο Παρίσι και ήξερε να μιλάει γαλλικά αποφάσισαν να τη στείλουν στην κατεχόμενη Γαλλία.
Το 1943 έγινε η πρώτη γυναίκα ασυρματίστρια που έπεσε με αλεξίπτωτο στη χώρα.
Αφού εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, ήρθε σε επαφή με άλλους κατασκόπους του δικτύου της SEO. Ωστόσο, η υπηρεσία πληροφοριών των SS τους εντόπισε και εξάρθρωσε το δίκτυο.

H Καν άρχισε να μετακινείται συνεχώς, προκειμένου να χάσουν τα ίχνη της. Παράλληλα, κράτησε επαφή με τη SEO μέσω ενός ασυρμάτου και συνδέθηκε με τη γαλλική αντίσταση.
Προμήθευε τα στελέχη με όπλα και χρήματα και κατασκεύαζε πλαστές ταυτότητες.
Οι Γερμανοί πράκτορες την αναζητούσαν και κατάφεραν να τη συλλάβουν, ύστερα από πληροφορίες που τους έδωσε ένας καταδότης.
Λέγεται ότι ο άνθρωπος που την κατέδωσε ήταν διπλός πράκτορας και εργαζόταν στις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας.


Η Καν οδηγήθηκε στο Παρίσι, απ’ όπου προσπάθησε να δραπετεύσει δύο φορές.
Αρνήθηκε να τους δώσει πληροφορίες, αλλά οι Γερμανοί βρήκαν τις σημειώσεις της και χρησιμοποίησαν τον ασύρματό της για να στείλουν παραπλανητικά μηνύματα στους Συμμάχους.
Στις 27 Νοεμβρίου 1943 οδηγήθηκε στις φυλακές Φοτσάιμ της Γερμανίας ως «ιδιαίτερα επικίνδυνη».
Για δέκα μήνες την είχαν δεμένη χειροπόδαρα.
Οι συγκρατούμενοί της την άκουγαν που έκλαιγε τα βράδια, αλλά παρά τις αντίξοες συνθήκες αρνήθηκε να συνεργαστεί με τους Γερμανούς. Τον Σεπτέμβριο του 1944 μεταφέρθηκε στο Νταχάου μαζί με άλλους βρετανούς πράκτορες.
Αφού βασανίστηκε, εκτελέστηκε σε ηλικία 30 ετών μια μια σφαίρα στο κεφάλι. Η τελευταία της λέξη ήταν «Ελευθερία».
Οι Βρετανοί την τίμησαν για τη δράση της στον πόλεμο στήνοντας μια προτομή της στο κέντρο του Λονδίνου, όπου είχε ζήσει τα παιδικά της χρόνια με την οικογένεια της.

Διαβάστε επίσης: Γιατί οι Βρετανίδες νοσοκόμες φορούσαν μάσκες στα μωρά; Κάλυπταν σχεδόν ολόκληρο το σώμα και έμοιαζαν με κούνια. Ποιες παρενέργειες εγκυμονούσαν για τα βρέφη… 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here