Την άνοιξη του 1941 στα βόρεια της Ελλάδας είχαν ξεσπάσει μάχες.
Οι Γερμανοί βομβάρδιζαν την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ οι στρατιές της Βέρμαχτ έσπερναν την καταστροφή στη δύση.
Τα ελληνικά οχυρά προέβαλαν σθεναρή αντίσταση, αλλά μετά από τις συνεχόμενες επιθέσεις, άρχιζαν να αποδυναμώνονται.
Ο έφεδρος υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης ηγούνταν της ταξιαρχίας του Έβρου, που κρατούσε τα οχυρά του Εχίνου ως τη Νυμφαία της Ροδόπης.
Είχε εντολές να αντισταθεί όσο περισσότερο άντεχαν οι δυνάμεις που διοικούσε και όταν πια θα εξασθενούσαν, θα οργάνωνε σταδιακή υποχώρηση τριών ταγμάτων.
Το πρώτο θα κατευθυνόταν προς Αλεξανδρούπολη και από εκεί για Σαμοθράκη.
Το δεύτερο και το τρίτο τάγμα θα κατέληγαν στον Έβρο και θα στρατοπέδευαν σε τουρκικό έδαφος, ύστερα από συμφωνία με τις τουρκικές αρχές.
Πίσω στο οχυρό της Νυμφαίας δεν θα έμενε κανείς, παρά μόνο μία μικρή φρουρά, η οποία θα έδινε μάχη μέχρι την τελευταία στιγμή.
Ο σκύλος της φρουράς
Οι στρατιώτες άντεξαν μέχρι που οι Γερμανοί σταμάτησαν τους βομβαρδισμούς και επιτέθηκαν απευθείας στο οχυρό.
Τα μεσάνυχτα οι εχθροί εισέβαλαν από τη διαλυμένη ανατολική είσοδο που είχε καταστραφεί απ’ τους βομβαρδισμούς.
Δεν πρόλαβαν όμως να μπουν στο οχυρό και ο σκύλος των Ελλήνων στρατιωτών, ο Κολοσσός, ο οποίος θεωρούνταν η «μασκότ» της φρουράς, χίμηξε πάνω στο πρώτο Γερμανό στρατιώτη και τον δάγκωσε στο λαιμό.
Οι υπόλοιποι στρατιώτες τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Η μάχη έληξε με την ήττα των στρατιωτών του φρουρίου, οι οποίοι όμως είχαν προκαλέσει μεγάλες απώλειες στους εχθρούς.
Παράλληλα, οι μετακινήσεις του δεύτερου και τρίτου τάγματος κυλούσαν ομαλά.
Πέρασαν τον Έβρο και μπήκαν στην Τουρκία.
Οι τουρκικές δυνάμεις απαίτησαν οι Έλληνες να αφοπλιστούν, αν και σύμφωνα με τη συνθήκη δεν είχαν αυτή την υποχρέωση.
Τα σχέδια της ελληνικής πλευράς ανατράπηκαν όμως, όταν το πρώτο τάγμα δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τη Σαμοθράκη και αναγκάστηκε να συμπτυχθεί με τα άλλα δύο στον Έβρο.
Η αλλαγή πορείας χάλασε τα σχέδια του Ιωάννη Ζήση, ο οποίος σκόπευε να χρησιμοποιήσει το πρώτο τάγμα για ανταρτοπόλεμο εναντίον των Γερμανών.
Οι ελληνικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν κοντά στο χωριό Ύψαλα, μερικά χιλιόμετρα απ’ τα σύνορα.
Όλοι είχαν αφοπλιστεί και ο επικεφαλής Ζήσης θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο για την άσχημη εξέλιξη των γεγονότων.
Στις 7 Απριλίου αποσύρθηκε στη σκηνή του και στις 2.30 το μεσημέρι, αφού ζήτησε να μείνει μόνος, αυτοκτόνησε με το περίστροφό του.
Μια πράξη που συγκλόνισε τους συμπολεμιστές του και φυσικά δεν έχει σχέση με την ελληνική πολεμική παράδοση. Ωστόσο, η ευαισθησία του προκάλεσε ρίγη και στους Τούρκους που δεν είχαν βρει το περίστροφό του, το οποίο είχε κρύψει καλά στη βαλίτσα του.
Ο Ζήσης ετάφη με τιμές στο παλιό χριστιανικό νεκροταφείο έξω από τα χωριό Ύψαλα.
Με τον θάνατό του, ολοκληρώθηκαν και οι αγώνες της στρατιάς που πολέμησε στη Θράκη και στη Μακεδονία.
Στις 9 Απριλίου, ο στρατηγός Κωνσταντίνος Μπακόπουλος, διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας, υπέγραψε το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με τους Γερμανούς.
Η ιστορία του Ζήση έμεινε για πολλά χρόνια άγνωστη, αν και ήταν ίσως ο μοναδικός αξιωματικός που έκανε «χαρακίρι», επειδή θεώρησε ότι απέτυχε στο στόχο του.
Αντλήθηκαν πληροφορίες από το βιβλίο του Τάσου Κοντογιαννίδη, «ΗΡΩΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ».