Οι μαρτυρίες από την πρώτη ημέρα τους πολέμου αποτελούν μια πολύχρονη εργασία του στενού συνεργάτη της «Μηχανής του Χρόνου» ιστορικού Νίκου Γιαννόπουλου, ο οποίος συνέθεσε το ημερολόγιο των πρώτων ημερών του ’40 μέσα από προσωπικές και αυθεντικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τις δραματικές εξελίξεις.
Πρόκειται για ένα σημαντικό έργο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά.
Βασίλειος Χρ. Αρχιμανδρίτης, αντισυνταγματάρχης Π.Δ., βετεράνος του 1940-41.
Τις ημέρες εκείνες ήμουν έφεδρος ανθυπολοχαγός του Ανεξάρτητου Τάγματος Προκαλύψεως Κονίτσης. Η μέρα αυτή, η 27η Οκτωβρίου του ΄40 ήταν μια διαφορετική μέρα, το τηλέφωνο δεν σταματούσε καθόλου. Είναι αλήθεια πως όλοι μας στη διμοιρία τη μέρα εκείνη από το πρωί βρισκόμαστε στο πόδι.
Ήταν η ώρα 11 τη νύχτα. Ο τηλεφωνητής για μια στιγμή με φωνάζει. «Κύριε ανθυπολοχαγέ στο τηλέφωνο».
-«Εμπρός!» φωνάζω από το μικρόφωνο. «Διμοιρία Καβασίλων, ο ανθυπολοχαγός».
-«Ναι κύριε Αρχιμανδρίτη», μου απαντάει. «Ταγματάρχης Γίγας στο τηλέφωνο».
Χωρίς να προσθέσει τίποτε άλλο μου είπε επί λέξει: «Αμέσως κε ανθυπολοχαγέ να ανοίξετε τα κιβώτια και να μοιράσετε πυρομαχικά στους άνδρες σας».
-«Μάλιστα» του απάντησα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα πυρομαχικά είχαν μοιραστεί στους άνδρες μου οι οποίοι και τα ταχτοποιούσαν στις φυσιγγιοθήκες και τους γυλιούς τους.
Εγώ ύστερα από όλα αυτά έφυγα σχεδόν 12 η ώρα τα μεσάνυχτα, αφού έδωσα οδηγίες στον τηλεφωνητή και τον σκοπό του τηλεφώνου και πήγα στο σπίτι όπου έμενα με τη γυναίκα μου, λίγο πιο πάνω από τη διμοιρία.
Σε λίγο έτσι πρόχειρα, ξάπλωσα μήπως μπορέσω και κλείσω μάτι.
-«Κύριε ανθυπολοχαγέ! Σας ζητούν στο τηλέφωνο». Καθώς λαγοκοιμόμουν, σηκώθηκα, άνοιξα το παράθυρο και ξεχώρισα μέσα στο σκοτάδι τον Ντίνο, στρατιώτη της διμοιρίας, κοντοχωριανό μου κι’ από τα καλύτερα παιδιά της διμοιρίας.
Εγώ σε δύο λεπτά, όπως ήμουνα σχεδόν έτοιμος από βραδύς, πήρα το ηλεκτροφάναρο και την γκλίτσα μου και ροβόλησα προς τη διμοιρία.
Σε λίγο μιλούσα με τον διοικητή του τάγματος, τον αείμνηστο ταγματάρχη τότε Νικόλαο Γίγα, έναν υπέροχο άνθρωπο και γενναίο αξιωματικό.
-«Κύριε Αρχιμανδρίτη», μου είπε επί λέξει, «τα πράγματα είναι πολύ άσχημα, όπως σας έλεγα και ψες. Θα έχουμε πόλεμο με τους γείτονες μας, σήμερα κι’ όλας».
Κατέβασα κι εγώ το ακουστικό και το άφησα στη θέση του. Για μια στιγμή έμεινα ακίνητος, σκεπτικός. «Ώστε έχουμε πόλεμο» ψιθύρισα.
Δεν πρόλαβα να βγω από το γραφείο, και νασου μπροστά μου πολλοί από τους άνδρες μου, που ανυπομονούσαν να μάθουν τι γίνεται.
Για μια στιγμή αφού δεν μπόρεσα να κρατηθώ άλλο, τους είπα: «Παιδιά έχουμε πόλεμο, αυτό μου είπε ο Γίγας». «Σοβαρώς κε ανθυπολοχαγέ»; μου απαντάει ο Ντίνος, που είχε κάπως περισσότερο το θάρρος.
«Τι; Αστεία θα λέμε τέτοια ώρα;» του απαντώ.
«Πόλεμο εκατό φορές», απάντησαν όλοι με μια φωνή. Βαρεθήκαμε να περιμένουμε. Από πέρυσι ακόμη που επιστρατευτήκαμε ψιθύριζαν. Πόλεμο σήμερα, πόλεμο αύριο».
Δεν είχα ακόμη κατέβει τις σκάλες και ταυτόχρονα κάτι σαν βροντές ακούστηκαν πέρα, μακριά προς της Αρβανιτιάς τα μέρη.
Σκέφτηκα για μια στιγμή πως πρέπει να είναι μπουμπουνητά αφού ψιχάλιζε, γιατί δεν αποκλειόταν πιο πέρα, μακριά, να έβρεχε δυνατά.
Είχα όμως γελαστεί. Εκείνα τα μπουμπουνητά δεν ήταν τίποτε άλλο παρά εκπυρσοκροτήσεις από τις βαριές πυροβολαρχίες τους, που ήταν ταγμένες μέσα βαθιά στης Αρβανιτιάς τα μέρη και χτυπούσαν τα προκαθορισμένα σημεία εισβολής.
Βάιος Μύρικνας, βετεράνος μαχητής του Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Τον Μάρτιο του 1940 κατατάχθηκα στον στρατό. Πέρασα τη βασική εκπαίδευση στο 50ο Σύνταγμα, στον 1ο Λόχο Πολυβόλων. Η εκπαίδευση ήταν σκληρή, καθώς περιμέναμε τον πόλεμο. Ήμασταν ο καλύτερος στρατός του κόσμου. Εγώ εκπαιδεύθηκα ως πολυβολητής και είχα αποκτήσει μεγάλη εμπειρία από τις συνεχείς ασκήσεις.
Όταν τορπιλίστηκε η «Έλλη» βρισκόμασταν σε νυχτερινή πορεία έξω από τη Θεσσαλονίκη. Μας διέταξαν να γυρίσουμε άρον άρον πίσω με το αιτιολογικό ότι θα έπρεπε να είμαστε παρόντες στα εγκαίνια της ΔΕΘ την οποία θα επισκέπτονταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄. Φυσικά δεν το πιστέψαμε. Τρεις-τέσσερις ημέρες μετά μας ανακοίνωσαν τον τορπιλισμό της «Έλλης».
Αμέσως λάβαμε διαταγή να βγάλουμε τα πολυβόλα από τις αποθήκες και να τα ετοιμάσουμε. Εν συνεχεία επιτάξαμε με μυστικότητα υποζύγια για τη μεταφορά του οπλισμού και των εφοδίων….
Τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου επέστρεφα στον καταυλισμό ύστερα από περιπολία με τρεις στρατιώτες. Τότε είχα τον βαθμό του δεκανέα.
Ξαφνικά κατά τις 05.00 ακούσαμε μια μακρινή βολή πυροβόλου στο βουνό Μαλιμάδι (ν. Καστοριάς). Αμέσως μετά ακούσαμε και μια δεύτερη. Φωνάξαμε: «στα όπλα!».
Τάξαμε τα πολυβόλα και ετοιμάσαμε τις χειροβομβίδες.
Έλαβα την προκαθορισμένη μου θέση άμυνας και είπα στους στρατιώτες: «ετοιμάστε τις χειροβομβίδες και αν δείτε τους θάμνους απέναντι να κουνιούνται, ρίξτε χωρίς δεύτερη σκέψη». Ο πόλεμος είχε αρχίσει.
Απόστολος Κοκμάδης, συνταγματάρχης ε.α., βετεράνος του 1940-41.
Τον Οκτώβριο του 1940 υπηρετούσα με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο 14ο Σύνταγμα Ορειβατικού Πυροβολικού στην Ξάνθη. Διοικητής του συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης (ΠΒ) Γκαγκούρης. Τη νύχτα της 27ης Οκτωβρίου 1940 ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας στο σύνταγμα. Στις 03.00 έφθασε από την Καβάλα, από τη διοίκηση του Σώματος Στρατού ένα τηλεγράφημα με το εξής περιεχόμενο: «Εκηρύχθη γενική επιστράτευσις. Ανοίξατε φακέλους Β και Γ».
Αμέσως έστειλα και ειδοποίησαν τον διοικητή και τον υποδιοικητή του συντάγματος. Στη συνέχεια σήμανα εγερτήριο. Μέσα σε μισή ώρα το σύνταγμα ήταν απολύτως έτοιμο. Όλοι οι άνδρες ήταν στις προκαθορισμένες θέσεις έξω από τα όρια του στρατοπέδου. Σέλωσα δύο άλογα και πήγα να παραλάβω τον διοικητή από το σπίτι του.
Πήγαμε και ήλθαμε με καλπασμό. Στον δρόμο μου είπε: «Κύριε Κοκμάδη πόλεμο έχουμε». Εγώ βέβαια τότε δεν πολυκαταλάβαινα τη χροιά εκείνων των λέξεων.
Σταύρος Γαλανός, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Ο πόλεμος με βρήκε στο 2ο Σύνταγμα Βαρέος Πυροβολικού στη Λάρισα με τον βαθμό του υπολοχαγού (ΠΒ).
Από τους 4.000-5.000 άνδρες έπρεπε να στείλουμε σε μάχιμες υπηρεσίες τους πρόσφατα απολυμένους, τους νεότερους και αυτούς που δεν είχαν πολλές οικογενειακές υποχρεώσεις.
Προ του πολέμου είχαμε πολύ πυκνή αλληλογραφία με όλους τους σταθμούς και τις υπηρεσίες της Χωροφυλακής σε ολόκληρη την επικράτεια.
Διότι αυτοί που απολύονταν από το σύνταγμα είχαν διασπαρεί σε όλη την Ελλάδα. Η Χωροφυλακή μας ενημέρωνε διαρκώς για τις μεταβολές στην οικογενειακή κατάσταση του κάθε εφέδρου. Έτσι διαλέγαμε τους πιο ικανούς που θα στέλναμε σε μάχιμες μονάδες.
Oι έφεδροι προσέρχονταν προς κατάταξη με πρωτοφανή ενθουσιασμό. Όλα συντελέστηκαν με απόλυτη πειθαρχία και τάξη. Μέσα σε πέντε ημέρες είχαμε συγκροτήσει τις μονάδες και είχαμε αποστείλει ήδη τις περισσότερες στο μέτωπο. Ωστόσο επρόκειτο για πολύ κοπιαστική εργασία. Δεν έκλεισα μάτι πέντε ολόκληρες νύχτες.
Θεόδωρος Παππάς, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Ο πόλεμος του 1940 με βρήκε να υπηρετώ ως ανθυπολοχαγός (ΠΖ) στο Σύνταγμα Ευζώνων Φρουράς Αθηνών. Εκείνο το πρωί ξύπνησα από τον ήχο των σειρήνων. Πετάχτηκα πάνω, ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στον δρόμο. Το σακάκι μου το κούμπωνα τρέχοντας. Πλησιάζοντας στο κέντρο της πόλης τα τραμ και τα λεωφορεία ήταν ήδη γεμάτα από πολίτες που πήγαιναν να καταταχθούν. Τραγουδούσαν σαν να πήγαιναν σε πανηγύρι. Το ηθικό τους ήταν απερίγραπτο. Έφτασα στη μονάδα μου. Ο συνταγματάρχης μου στεκόταν στην πύλη. «Πήγαινε Παπά» μου είπε «να πάρεις τον φάκελο επιστράτευσης». Πήρα τον φάκελο και τον άνοιξα. Περιείχε σαφείς οδηγίες για το που θα παρουσιαζόμουν και ποια θα ήταν τα καθήκοντά μου.
Ήμουν υπεύθυνος επιστράτευσης. Οι επιστρατευμένοι προσέρχονταν να παρουσιαστούν κατά ομάδες και αμέσως τους κατατάσσαμε σε λόχους. Η οργάνωσή μας ήταν άψογη.
Νικόλαος Τασιάκος, μέλος του πληρώματος του υποβρυχίου «Παπανικολής», βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στις 27 Οκτωβρίου 1940, το «Παπανικολής» ήταν σκοπούν πλοίο (σ.σ σε βραχεία ετοιμότητα απόπλου). Με κάλεσε ο ύπαρχος, μου έδωσε έναν κατάλογο με τους άνδρες των άλλων υποβρυχίων που ήταν σε έξοδο λόγω του Σαββατοκύριακου και μου είπε να βγω και να πάω στην Υποδιεύθυνση Αστυνομίας για να τους ανακαλέσουν στα πλοία τους. Πράγματι μου διέθεσαν μία μοτοσικλέτα με οδηγό και, καθώς γνώριζα καλά την Αθήνα και τον Πειραιά τους ειδοποίησα γρήγορα. Στη συνέχεια επέστρεψα στον «Παπανικολή».
Την επομένη, κατά την πρωινή αναφορά, ήλθε ο ίδιος ο κυβερνήτης και μας ανακοίνωσε την ιταλική επίθεση. Ο ενθουσιασμός μας δεν περιγράφεται. Ζητωκραυγάζαμε, πετούσαμε τα καπέλα μας στον αέρα. Ήταν σαν να έβραζε το καζάνι, να έβγαζε κάποιος το καπάκι και να πεταγόταν ο ατμός. Μπορεί να μην ήξερα τι σημαίνει πόλεμος (το έμαθα στη συνέχεια), αλλά εκείνη τη στιγμή με πλημμύρισε τέτοια περηφάνια που ανήκα στο Ναυτικό και που θα πολεμούσα για την Ελλάδα.
Διαβάστε ακόμα: Υποβρύχιο Παπανικολής. Τα σιωπηλά Χριστούγενα του ΄40, που λάβωσαν τους Ιταλούς
Θεόδωρος Μανωλόπουλος, αντιναύαρχος ε.α., βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Ο πόλεμος με βρήκε ως δευτεροετή σπουδαστή στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Την Κυριακή 27 Οκτωβρίου απολάμβανα με μια παρέα συμμαθητών μου την έξοδο από τη Σχολή.
Η Αθήνα ήταν κατάφωτη. Επικρατούσε μια κατάσταση απολύτως ειρηνική. Τίποτε δεν προμήνυε αυτό που θα ακολουθούσε.
Το βράδυ επιστρέψαμε στη Σχολή. Ένας συμμαθητής μας, ο πατέρας του οποίου ήταν φρούραρχος Έβρου, είπε: «Πληροφορούμαι ότι θα εκραγεί πόλεμος». Έφαγε καρπαζιά που πήγε σύννεφο!
-«Τι πόλεμος ρε;».
-«Πληροφορήθηκα από τον πατέρα μου ότι θα γίνει πόλεμος».
Δώσε του και άλλες καρπαζιές.
Πέσαμε να κοιμηθούμε. Κατά τις 05.00 εμφανίστηκε ο διοικητής μας χωρίς κολάρο και γραβάτα. Πρωτοφανής αμφίεση για έναν άνθρωπο που πάντα ήταν στην πένα.
«Εγερσις, έγερσις!» άρχισε να φωνάζει. «Γενική κλήσις των δοκίμων!».
Παραταχθήκαμε στο προαύλιο και εκεί πληροφορηθήκαμε την κήρυξη του πολέμου. Αμέσως ζητωκραυγάσαμε. Το ηθικό μας ήταν άριστο και θεωρούσαμε πως θα τους φάμε τους Ιταλούς.
Μας χορηγήθηκε σαρανταοκτάωρη άδεια. Πήρα ένα ταξί και έφθασα στο σπίτι μου στην γωνία Ιωάννου Δροσοπούλου και Λήμνου. Χτύπησα το κουδούνι. Άνοιξε η μητέρα μου. «Πως έτσι;» με ρώτησε. «Πόλεμος» της απάντησα.
Με τη λέξη «πόλεμος» άναψε η γειτονιά. Το νέο μεταδόθηκε ταχύτατα. Μετά από λίγο άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες.
Παύλος Γαβράς, πλωτάρχης ε.α., βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Τον Οκτώβριο του 1940 ήμουν δευτεροετής σπουδαστής στη Σχολή Ναυτοπαίδων στον Πόρο.
Στις 28 Οκτωβρίου ήμασταν στο θωρηκτό «Κιλκίς» στον ναύσταθμο για να περάσουμε τη σχολή Πυροβολικού. Χτύπησε συναγερμός, ξυπνήσαμε και ανεβήκαμε στο κατάστρωμα του πλοίου. Οι επικεφαλής αξιωματικοί μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου και μας συμβούλευσαν να παραμείνουμε κοντά στα θωρακισμένα μέρη του πλοίου ώστε να προστατευτούμε από τυχόν βομβαρδισμό. Σε μέρος των σπουδαστών διατέθηκαν και όπλα υπό τον φόβο αιφνιδιαστικής επίθεσης Ιταλών αλεξιπτωτιστών. Το ηθικό μας ήταν ακμαίο. Δεν υπήρξε καμία αρνητική αντίδραση. Άλλωστε τότε η κυβέρνηση λογόκρινε τα πάντα οπότε δεν υπήρχε δικαίωμα αντίδρασης. Πολύ υψηλό ήταν επίσης το ηθικό των αξιωματικών μας.
Ελευθέριος Παπαγιαννάκης, βετεράνος του Ελληνοϊταλικού πολέμου
Τις παραμονές του πολέμου υπηρετούσα τη θητεία μου ως ναύτης στον ναύσταθμο, στον Πόρο. Την εποχή εκείνη ήμασταν όλοι ενθουσιώδεις πατριώτες. Με το που μας ανακοίνωσαν την κήρυξη του πολέμου ζητωκραυγάσαμε όλοι μαζί.
Τα αδέλφια μου πήγαν στρατιώτες στο μέτωπο. Εγώ ζήτησα μετάταξη στον στρατό για να τα ακολουθήσω. Τότε όμως ήμουν κατηγορούμενος από το καθεστώς Μεταξά ως δημοκρατικός και το αίτημα μου έπεσε στο κενό. Τότε εγώ και άλλοι συνάδελφοι μου, δημοκρατικών πεποιθήσεων, ζητήσαμε τη μετάθεσή μας σε μάχιμη υπηρεσία. Δυστυχώς όμως οι ανώτεροι μας κώφευσαν. Νοιώσαμε πίκρα που ουσιαστικά δεν μας επέτρεπαν να υπερασπιστούμε την πατρίδα.
Βύρων (Νώτης) Κ. Σαχαρίδης, ταξίαρχος (Ι) ε.α. της Πολεμικής Αεροπορίας, βετεράνος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Στην Σχολή Αεροπορίας, το πρωινό εκείνο της 28ης Οκτωβρίου, ακούσαμε τις σειρήνες να ηχούν δαιμονισμένα: «συναγερμός». Αμέσως όλη η Σχολή Ικάρων με τους αξιωματικούς επιτηρητές τρέξαμε στα καταφύγια και τα ορύγματα που βρίσκονταν λίγο πιο έξω από το αεροδρόμιο.
Στον ουρανό, διακρίναμε σε μεγάλο ύψος, σχηματισμούς αεροπλάνων με κατεύθυνση από τον Πειραιά προς το Τατόι. Η αντιαεροπορική άμυνα, προφανώς από σύγχυση και έλλειψη ορθών πληροφοριών, εξέλαβε τα αεροπλάνα αυτά ως αγγλικά και δεν αντέδρασε.
Η πρώτη αντίδραση της αντιαεροπορικής μας άμυνας, εκδηλώθηκε μόλις άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες βόμβες, με προφανή στόχο το αεροδρόμιο του Τατοϊου.
Αργότερα μάθαμε πως τα αεροσκάφη αυτά ήταν τα τρικινητήρια βομβαρδιστικά της Ιταλικής Αεροπορίας «Savoia Marchetti». Με αληθινή έκπληξη, μάθαμε πως το ανακοινωθέν από την ιταλική πλευρά, έλεγε πως «καταστράφηκαν όλες οι εγκαταστάσεις και το αεροδρόμιο του Τατοϊου». Στην πραγματικότητα όλες οι βόμβες έπεσαν δύο με τρία χιλιόμετρα μακριά από το αεροδρόμιο και μόνον μια απ’ αυτές έπεσε στην άκρη του αεροδρομίου καταστρέφοντας ένα τμήμα μιας εγκαταλελειμμένης αποθήκης.