Την δεκαετία του 1940, ο σοβιετικός στρατάρχης Γκέοργκι Ζούκοφ, δοκίμασε για πρώτη φορά Κόκα Κόλα και εθίστηκε στη γεύση της. Μια συνήθεια που οι συμπατριώτες του δεν θα ενέκριναν εύκολα. Εκείνη την εποχή το συγκεκριμένο ανθρακούχο ποτό ήταν σύμβολο του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και μισητό σύμβολο για τους κομμουνιστές.
Ήταν τόσο εξαρτημένος, που έστειλε αίτημα για την κατασκευή ενός μοναδικού, άχρωμου και «μη επισημασμένου» ποτού, που θα ήταν η παραλλαγή της, με την ονομασία «Λευκή Kόλα» (White Coke). Μάλιστα η επιθυμία του ήταν να συσκευαστεί σε γυάλινο μπουκάλι, όμοιο με αυτό της βότκας με ένα κόκκινο αστέρι στη μέση της φιάλης.
Το αίτημα ψηφίστηκε από τον Τζέιμς Φάρλει, πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της Kόκα Κόλα. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας αυτού του νέου εγχειρήματος, ο Φάρλει ανυπομονούσε για το άνοιγμα των νέων εγκαταστάσεων στη νοτιοανατολική Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Αυστρία.
Είχε σταλεί και ειδικός επόπτης από την εταιρία, για να εποπτεύει την κατασκευή του μεγαλύτερου εργοστασίου εμφιάλωσης στη χώρα. Η επιθυμία του στρατάρχη Ζούκοφ, ήταν ένα βήμα πιο κοντά.
Ο χημικός της εταιρίας βρήκε τρόπο να αφαιρέσει το χρώμα από το υγρό, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν διάφανο.
Τελικά, η πρώτη παρτίδα του λευκού ποτού ήταν γεγονός. Τα 50 πρώτα μπουκάλια εμφιαλώθηκαν σε ένα μπουκάλι με ευθείες γραμμές, λευκή ετικέτα και ένα κόκκινο αστέρι στη μέση. Η Κόκα Κόλα δεν περνούσε ποτέ από τελωνειακό έλεγχο, όπως τα υπόλοιπα εμπορεύματα, γεγονός που πάντα δημιουργούσε ερωτηματικά.
Οι παρτίδες ήταν περιορισμένες και μετά την δεύτερη δεν κυκλοφόρησε ξανά.