Η Λέρος κατά την διάρκεια της κατοχής είχε περάσει σε ιταλική διοίκηση μαζί με τα άλλα νησιά του Αιγαίου και είχε στρατιωτική βάση υψίστης σημασίας. Όμως μετά την παράδοσή της Ιταλίας, στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943, οι Βρετανοί επιχείρησαν να την καταλάβουν. Οι Γερμανοί όμως καραδοκούσαν για να κυριαρχήσουν.
Στις 15 Σεπτεμβρίου, οι Βρετανοί έφτασαν πρώτοι στο νησί αλλά οι δυνάμεις τους ήταν περιορισμένες. Οι Ιταλοί στρατιώτες που είχαν δημιουργήσει ισχυρή οχύρωση και σημαντικές εγκαταστάσεις, παραδόθηκαν και δέχτηκαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Συμμάχων. Σχεδόν δύο μετά στις 12 Νοεμβρίου, οι Γερμανοί ξεκίνησαν μεγάλη επίθεση από θάλασσα και αέρα.
Το σχέδιό τους ήταν να αποβιβαστούν ταυτόχρονα σε τρία σημεία στην ανατολική πλευρά και σε ένα στη δυτική. Οι ακτές εκεί ήταν βραχώδεις και έτσι θα απέφευγαν τα ναρκοπέδια. Την ίδια ώρα θα αιφνιδίαζαν τους αντιπάλους τους. Το πιο στενό σημείο της Λέρου, βρισκόταν στην περιοχή του υψώματος Ράχη και εκεί έπρεπε να πέσουν οι αλεξιπτωστιστές ώστε να κόψουν το νησί στα δύο.
Την δύσκολη δουλειά ανέλαβε ένα μεταγωγικό αεροσκάφος τύπου JUNKERS 52, το οποίο κατάφερε να ρίξει τους αλεξιπτωτιστές στο στενό Ράχη. Οι απώλειες ήταν μεγάλες, όμως κατάφεραν να δημιουργήσουν ένα προγεφύρωμα με σκοπό να καταλάβουν το κεντρικό τμήμα του νησιού και να το αποκόψουν στα δυο. Παρά τις αντιξοότητες, οι εναπομείναντες στρατιώτες έφτασαν στον κύριο δρόμο που ένωνε το Παρθένι με την Αγία Μαρίνα και πέτυχαν τον αρχικό τους στόχο.
Την επόμενη μέρα το JUNKERS 52 προσπάθησε να επαναλάβει την ριψοκίνδυνη αποστολή του και να κάνει ρίψη πολεμοφοδίων στους αλεξιπτωτιστές, αλλά καταρρίφθηκε από τους Άγγλους. Έπεσε στην θάλασσα και παρέμεινε εκεί μέχρι το 2003.
Τι απέγινε το μεταγωγικό
Στις 3 Οκτωβρίου 2003 η Πολεμική Αεροπορία πραγματοποίησε την ανέλκυση του αεροσκάφους από την θαλάσσια περιοχή της Λέρου. Η επιχείρηση έγινε από υποβρύχιους συντηρητές εγκαταστάσεων. Για την εύρεση του ασφαλέστερου τρόπου ανέλκυσης, το ναυάγιο πρώτα βιντεοσκοπήθηκε και μετά ανασύρθηκε με πλωτό γερανό και την χρήση συρματόσκοινου και ιμάντα.
Μέσα στην άτρακτο βρέθηκαν τα οστά ενός μέλους του πληρώματος, τα οποία παρουσία ειδικού καταδυτικού ιατρού ανακτήθηκαν με ασφάλεια. Μετά από συνεννόηση με τις γερμανικές αρχές έγινε ταυτοποίησή του. Στη συνέχεια τα οστά μαζί με προσωπικά αντικείμενα, όπως η βέρα του, παραδόθηκαν στους συγγενείς του στρατιώτη στην Γερμανία.
Χρειάστηκαν 70 καταδύσεις διάρκειας 10 έως 12 λεπτών για την ασφαλή πρόσδεση του JUNKERS.
Η πιο επικίνδυνη στιγμή της επιχείρησης ήταν όταν το αεροσκάφος βρέθηκε στο τελικό στάδιο της ανέλκυσης. Ο φόβος της αποκόλλησης του κεντρικού κινητήρα λόγω της αγκύρωσής του στον πυθμένα, ήταν μεγάλος. Γεγονός που θα οδηγούσε ακόμα και στην καταστροφή του αεροσκάφους. Για την αποφυγή του συμβάντος έπαιξε σημαντικό ρόλο η χρήση ενδοεπικοινωνίας με τους δύτες, οι οποίοι ήλεγχαν όλη την διαδικασία, λεπτό προς λεπτό.
Μετά το στάδιο συντήρησης – αποσυναρμολόγησης στην Λέρο, το Αεροσκάφος μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Πολεμικής Αεροπορίας στο Τατόι, όπου συντηρήθηκε και αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή.
Φωτογραφίες από την κατάδυση αντλήθηκαν από την επίσημη σελίδα του Μουσείου Πολεμικής Αεροπορίας.
Οι φωτογραφίες του μεταγωγικού JUNKERS, στην σημερινή του μορφή είναι από τα γυρίσματα της «Μηχανής του Χρόνου» που πραγματοποιήθηκαν στον χώρο του Μουσείου.