«Με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τα άλλα παιδιά…», τραγουδούσε η Μαρινέλα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στη μουσική σκηνή του κέντρου «Ακρόαμα» της Νέας Κρήνης Θεσσαλονίκης, παραφράζοντας την επιτυχία του Λεωνίδα Βελή για τα επινίκια της ομάδας μπάσκετ του Άρη. Πράγματι μέχρι τις μεγάλες ευρωπαϊκές επιτυχίες του Άρη, η Ελλάδα είχε να επιδείξει λίγες επιτυχίες στο άθλημα (σημείο αναφοράς η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων από την ΑΕΚ το 1968).
Ακόμα περισσότερο σε καμία περίπτωση δεν είχε μέχρι τότε για την ελληνική κοινωνία τη σημασία που θα αποκτούσε κατά τη δεκαετία του ’80 και αργότερα.
Από τη Θεσσαλονίκη και την ομάδα του Άρη δημιουργήθηκε στις αρχές του ’80 η «μπασκετομανία», που κορυφώθηκε μετά την αναπάντεχη επιτυχία της κατάκτησης του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος μπάσκετ από την εθνική ομάδα το 1987 στην Αθήνα.
Ο Άρης είχε πάντως σε οργανωτικό επίπεδο προηγηθεί: το αθλητικό μάνατζμεντ και η ευρύτερη λογική της επιχειρηματικότητας άρχισε να καλλιεργείται σε αυτή την ομάδα από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ο Άρης είχε κατακτήσει το πρώτο του πανελλήνιο πρωτάθλημα το 1930 και επανήλθε στο προσκήνιο το 1979.
Τότε κατέκτησε τον δεύτερο τίτλο του στο πρωτάθλημα και πρώτο μετά την καθιέρωση της εθνικής κατηγορίας το 1964, με προπονητή τον μέχρι τότε παίκτη Γιάννη Ιωαννίδη.
Την ίδια χρονιά ήρθε στην ομάδα ο τρίτος σκόρερ του κολεγιακού πρωταθλήματος των ΗΠΑ, ο ελληνοαμερικανός Νίκος Γκάλης, που μετέφερε από την πατρίδα του μπάσκετ, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, την έννοια του επαγγελματισμού στον ελληνικό αθλητισμό.
Ο Γιάννης Ιωαννίδης μεταπηδώντας από τον ρόλο του παίκτη- ηγέτη στη θέση του προπονητή, καθοδήγησε με τρόπο στιβαρό, διορατικό και συγκεντρωτικό σε μεγάλο βαθμό ενίοτε και αυταρχικό, την ομάδα του κατά τη δεκαετία του 1980, σε μια εντυπωσιακή πορεία ελληνικών και διεθνών επιτυχιών, συνδυάζοντας πολλούς ρόλους, ιδιότητες και ικανότητες.
Η σφραγίδα της προσωπικότητάς του αντικατοπτριζόταν στο στυλ του μπάσκετ που έπαιζε ο Άρης, το οποίο επικεντρωνόταν στη σκληρή και αποτελεσματική άμυνα.
Από την άλλη, τα προσόντα και η προσήλωση του Γκάλη αποτέλεσαν την αρχή για τη δημιουργία μιας ομάδας – μοντέλου για τον αθλητισμό.
Η υπέρβαση της ομάδας ήρθε με τη μετεγγραφή από τον Ιωνικό Νίκαιας του έτερου μεγάλου ταλέντου και μετέπειτα αρχηγού της εθνικής ομάδας του 1987, Παναγιώτη Γιαννάκη, η οποία ξεπέρασε κατά πολύ τα οικονομικά δεδομένα του μπάσκετ της εποχής (42 εκατομμύρια δραχμές).
Δίπλα στον ρολίστα πολυτελείας Νίκο Φιλίππου και τον Σλοβένο με ελληνική υπηκοότητα Σλόμπονταν Σούμποντιτς, ήρθε να προστεθεί και καθοδηγητικό πάθος του Γιαννάκη, συγκροτώντας τη βάση μιας σχεδόν αήττητης ομάδας.
Στη δεκαετία του ’80 ο Άρης άρχισε να κερδίζει τον έναν τίτλο μετά τον άλλο στον ελληνικό χώρο και κατέστη σχεδόν μόνιμος πρωταθλητής (1983, 1985, 1986, 1987, 1988, 1989, 1990).
Ο τρόπος όμως με τον οποίο είχε οργανωθεί και λειτουργούσε η ομάδα δεν είχε μόνο αποτέλεσμα την κυριαρχία της σε εθνικό επίπεδο.
Οι άνθρωποι του Άρη είχαν θέσει τον φιλόδοξο στόχο για σταθερή παρουσία και διακρίσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Από το 1985 ο Άρης άρχισε α διακρίνεται στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, αφού έφτασε μέχρι τους ημιτελικούς του κυπέλλου Κόρατς, όπου ηττήθηκε από την ιταλική Βαρεζε.
Στη συνέχεια η «κίτρινη αυτοκρατορία» έφτασε μαζί με στρατιές φανατικών φίλων και οπαδών της σε τρία διαδοχικά φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης: το 1988 στη Γάνδη, το 1989 στο Μόναχο και το 1990 στη Σαραγόσα. Σε κανένα από αυτά όμως δεν κατάφερε να κατακτήσει τον τίτλο.
Μετά το 1987 ο Άρης πρωταγωνιστούσε σταθερά στο ευρωπαϊκό μπάσκετ. Υπήρξε ο συνεχιστής της προσδοκίας ότι μια ελληνική ομάδα μπορούσε να διεκδικεί και διεθνείς τίτλους.
Τα βράδια της Πέμπτης όταν η ομάδα αγωνιζόταν για το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα εντός έδρας, στο Αλεξάνδρειο Αθλητικό Μέλαθρο της Θεσσαλονίκης, η πόλη ερήμωνε.
Όσοι δεν ήταν μέσα στους τυχερούς θεατές, παρακολουθούσαν μαζί με την υπόλοιπη Ελλάδα, φίλαθλη και μη, από τις τηλεοράσεις, τις συγκλονιστικές προσπάθειες των παικτών της.
Ενδεικτικό του πρωτόγνωρου ενδιαφέροντος που συναντούσαν οι αγώνες του Άρη για τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, ήταν ότι κάθε Πέμπτη πολλοί κινηματογράφοι επέλεγαν να μείνουν κλειστοί.
Ο Άρης της δεκαετίας του ’80 δεν αναγνωριζόταν απλώς ως η καλύτερη ομάδα μπάσκετ στην Ελλάδα , αλλά ως η ομάδα όλων των Ελλήνων.
Η ομάδα δεν αποτελούσε μόνο αντικείμενο λατρείας των οπαδών της στην πόλη, αλλά σημείο αναφοράς και ταύτισης για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Σε αυτό ίσως να συνέβαλε το γεγονός ότι ήταν ομάδα της Θεσσαλονίκης και όχι της Αθήνας, η οποία μονοπωλούσε μέχρι τότε τις όποιες διακρίσεις και επιτυχίες.