Η 39χρονη Ελβετίδα Γκαμπριέλα Άντερσεν μπήκε στο στάδιο αφυδατωμένη και εμφανώς ταλαιπωρημένη, σχεδόν δυόμιση ώρες μετά την εκκίνηση του πρώτου μαραθωνίου γυναικών, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λος Άντζελες, το 1984. Η Αμερικανίδα Τζόαν Μπενόιτ είχε ήδη τερματίσει πρώτη 20 λεπτά νωρίτερα.
Η Άντερσεν δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια της. Η αριστερή πλευρά φαινόταν παράλυτη. Σταμάτησε αρκετές φορές δίνοντας την αίσθηση ότι θα λιποθυμούσε. Η απόφασή της όμως να τερματίσει της έδινε δύναμη.
Ο κόσμος στις κερκίδες, με κομμένη την ανάσα και όρθιος παρακολουθούσε την αθλήτρια, την χειροκροτούσε και της έδινε κουράγιο.
Οι σχολιαστές σοκαρισμένοι, περιέγραφαν τα δραματικά λεπτά των τελευταίων 400 μέτρων.
Γιατροί και κριτές έτρεχαν δίπλα της και την παρακαλούσαν να σταματήσει. Εκείνη όμως τους έδιωχνε και συνέχιζε.
Χρειάστηκαν 5 λεπτά και 44 δευτερόλεπτα για να ολοκληρώσει τα τελευταία 400 μέτρα της εξαντλητικής κούρσας.
Οι γιατροί δεν έφυγαν λεπτό από δίπλα της δίχως όμως να την αγγίζει κανείς.
Στα τελευταία μέτρα η Άντερσεν δεν έτρεχε. Παραπατούσε. Το πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από την κούραση, τα πόδια της δεν λύγιζαν πια.
Απέμεναν μόλις δύο βήματα για τον τερματισμό και η Γκαμπριέλα ήταν έτοιμη να σωριαστεί. Τα έκανε όμως και μόλις πέρασε την γραμμή έπεσε στα χέρια των γιατρών και του φορείου που την περίμενε.
Οι θεατές ζητοκραύγαζαν και χειροκροτούσαν για πολλή περισσότερη ώρα απ’ ότι χειροκρότησαν την νικήτρια.
Η Αντερσεν μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο αλλά δεν έμεινε πολύ. Την ίδια μέρα κιόλας και μετά από έναν βαθύ ύπνο η 39χρονη δασκάλα του σκι, εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να διηγηθεί την περιπέτειά της.
Μετά την συγκλονιστική κούρσα η ΔΟΕ άλλαξε τους κανόνες και επέτρεψε να δέχεται ιατρική βοήθεια ένας αθλητής χωρίς να σημαίνει αυτόματο αποκλεισμό.