Παγκόσμιο Κύπελλο 1978. Διοργανώτρια χώρα ήταν η Αργεντινή.
Από το 1976 μέχρι και το 1983, η χώρα βρισκόταν υπό καθεστώς δικτατορίας με επικεφαλής τον Στρατηγό Χόρχε Βιδέλα.
Το ανεπίσημο όνομα της περιόδου είναι «Βρώμικος Πόλεμος».
Χιλιάδες φυλακίστηκαν και εκτελέστηκαν χωρίς δίκη, χωρίς καν να ακουστεί ποτέ το όνομά τους.
Ήταν άνθρωποι που ξαφνικά εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.
Την ίδια στιγμή, όλος ο κόσμος παρακολουθούσε τα κατορθώματα των ποδοσφαιρικών ομάδων.
Στις 25 Ιουνίου του 1978 η Αργεντινή κέρδισε το κύπελλο.
Όσο οι οπαδοί πανηγύριζαν στους δρόμους, χιλιάδες άλλοι πατριώτες της Αργεντινής βασανίζονταν στις φυλακές.
Ο δημοσιογράφος του αθλητικού περιοδικού «ESPN», Ράιτ Τόμσον, συνέλεξε μαρτυρίες αγωνιστών που έζησαν το θρίαμβο της ομάδας μέσα από τη φυλακή.
Σας παραθέτουμε ορισμένες από αυτές:
«Οι φύλακες άλλαξαν το σταθμό του ραδιοφώνου στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978. Τα μικροσκοπικά ηχεία έπαιζαν δυνατά: Αργεντινή – Ολλανδία. Πολιτικοί κρατούμενοι στριφογυρνούσαν στο σκοτάδι. Ένας από αυτούς, ο Νορμπέρτο Λίβσκι, προσπαθούσε μάταια να βολευτεί.
Τα κελιά είχαν διαστάσεις 2×2 και στο κάθε ένα, ήταν στοιβαγμένοι μισή ντουζίνα αποστεωμένοι, άρρωστοι άνθρωποι. Οι μισοί θα πέθαιναν μέσα στη βδομάδα.
Ο αέρας βρωμούσε. Άντρες και γυναίκες κάθονταν μέσα στα ούρα και τα κόπρανά τους. Οι πληγές τους μολυσμένες. Έτρωγαν σάπιο κρέας.
Οι φυλακισμένοι ήταν Αργεντινοί πολίτες, που βασανίζονταν από Αργεντινούς φύλακες και κρατούνταν σε αργεντίνικες φυλακές, με διαταγές της αργεντίνικης δικτατορίας.
Το παιχνίδι τέλειωσε με την Αργεντινή νικήτρια, το σκορ ήταν 3-1.
Οι φύλακες έκλεισαν το ραδιόφωνο».
Για ώρες, ο Νορμπέρτο Λίβσκι άκουγε τα γέλια και τα τους πανηγυρισμούς στους δρόμους.
Οι τοίχοι του κελιού του μετέτρεπαν τη χαρά τους, σε δική του φρίκη.
Ήταν 25 Ιουνίου του 1978.
Ήταν 25 Ιουνίου του 1978.
Ο Μάριο Βιλάνι παρακολουθούσε τον ποδοσφαιρικό αγώνα που έπαιζε στη μικρή, ασπρόμαυρη τηλεόραση στην άκρη του διαδρόμου.
Οι φύλακες είχαν ανοίξει τα κελιά και επέτρεψαν στους κρατούμενους να κάτσουν στο διάδρομο για να τον δουν.
Όποιος είδε αυτή τη σκηνή, δεν την ξέχασε ποτέ.
Χλωμά και κοκαλιάρικα φαντάσματα, περίπου 20 στον αριθμό, είχαν σπρώξει στο μέτωπο, το μαντήλι που κάλυπτε τα μάτια τους και κοίταζαν την οθόνη.
Ξεραμένο αίμα παντού στους γαλάζιους τοίχους των κελιών.
Ήταν το δικό τους αίμα
Ο Μάριο ήταν σίγουρος ότι θα πέθαινε εκεί.
Η Αργεντινή έβαλε γκολ.
Οι φύλακες ανάγκασαν τους κρατούμενους να φωνάξουν: «Γκοοοοοοοολ!».
Κανείς δεν τολμούσε να κοιτάξει αλλού ή να κλείσει τα μάτια του.
Αν δεν πανηγύριζες με αρκετό ενθουσιασμό, μπορεί να σε πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή έτσι τους έλεγαν.
Ο Μάριο είχε κολλήσει το βλέμμα του στην οθόνη. Ένα ολόκληρο στάδιο δεν γνώριζε ότι τον είχαν απαγάγει.
Θα πέθαινε και κανείς δεν θα το μάθαινε. Και στο τέλος, η οικογένειά του δεν θα είχε ούτε ένα σώμα να θάψει.
Ήταν 25 Ιουνίου του 1978.
Οι πανηγυρισμοί αντηχούσαν στους τοίχους των κελιών και στις αίθουσες των βασανιστηρίων.
Ένας φύλακες μπήκε στο κελί, κρατώντας μία λίστα. Είπε: «Ετοιμαστείτε!»
Φώναξε κάποια ονόματα. Η Μίριαμ Λιούιν, η Γκρασιέλα Νταλέο και καμιά δεκαριά άλλοι άκουσαν τα δικά τους.
Οι φύλακες έβαλαν τους κρατούμενους σε αυτοκίνητα, η πύλη άνοιξε και τα αμάξια έφυγαν.
Η λεωφόρος είχε πλημμυρίσει από οπαδούς. Κρατούσαν σημαίες και φώναζαν: «Αργεντινή! Αργεντινή!»
Οι φύλακες διέταξαν τους κρατούμενους να κοιτάξουν έξω απ’ τα παράθυρα.
«Ποιος από όλους αυτούς νομίζετε ότι σας θυμάται;» ρώτησε κοροϊδευτικά ένας.
Η Νταλέο ζήτησε άδεια να βγάλει το κεφάλι της απ’ την ηλιοροφή. Οι άνθρωποι την κοίταζαν σαν να μην υπήρχε. Κανείς δεν ήξερε ότι είχε εξαφανιστεί.
Οι φύλακες απαιτούσαν να γιορτάσουν οι κρατούμενοι.
«Αν δεν ήσουν χαρούμενος», είπε χρόνια αργότερα η Νταλέο, «θα πήγαινες κατευθείαν για εκτέλεση».
Τα αυτοκίνητα σταμάτησαν έξω από ένα εστιατόριο. Μπήκαν όλοι μέσα, κρατούμενοι και φύλακες.
Οι σερβιτόροι ένωσαν τραπέζια και οι βασανιστές παρήγγειλαν μπύρες και πίτσες, για να τις μοιραστούν με τις γυναίκες που βασάνιζαν μέχρι πριν λίγες μέρες.
Η Λιούιν κοίταζε τριγύρω. Ένιωθε σαν εξωγήινη, μέσα σε ένα χώρο που έσφυζε από χαρά και πανηγυρισμούς.
«Όταν ακούς τις λέξεις «Παγκόσμιο Κύπελλο», λέει η Τάτι Αλμίντα, μητέρα ενός «εξαφανισμένου» γιου, «σου θυμίζει ό,τι έγινε. Σου θυμίζει τους εξαφανισμένους, τις απαγωγές και τις δολοφονίες. Όλα έρχονται στην επιφάνεια».