Τα Βακχανάλια ήταν οι γιορτές της Ρώμης προς τιμήν του θεού Διονύσου.
Στην Ελλάδα ονομαζόταν Διονύσια και οι άνθρωποι γιόρταζαν κάνονας θυσίες ζώων, πίνοντας κρασί και απολαμβάνοντας ωμό κρέας.
Η γιορτή μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τις ελληνικές αποικίες. Οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να γιορτάζουν τον θεό του κρασιού περίπου το 200 π.Χ.
Σύμφωνα με τον Λίβιο, οι πιστοί τον τιμούσαν με υπερβολές και σε κλειστό κύκλο. Η γιορτή διαρκούσε τρεις ημέρες και πραγματοποείτο υπό το φως του ήλιου.
Στην αρχή συμμετείχαν μόνο γυναίκες αλλά με τον καιρό επιτράπηκε η είσοδος στους άνδρες όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Το 186 π.Χ. οι εορτασμοί είχαν ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Σύμφωνα με τα γραπτά του Λίβιου, οι πιστοί ήταν υπό την επήρεια του κρασιού, σε κατάσταση έκστασης, ικανοποιούντο ερωτικά με συντρόφους του ίδιου φύλου και ασκούσαν σεξουαλική βία.
Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της Ρώμης είχαν παρεβρεθεί στα Βακχανάλια. Ανάμεσα τους ήταν και μια νεαρή σκλάβα, η οποία ονομαζόταν Hispala Faecenia και μαρτύρησε στον Ύπατο της πόλης τα όσα πραγματικά συνέβαιναν στις διονυσιακές γιορτές.
Ο Ύπατος παρουσιάστηκε στη Σύγκλητο και ζήτησε την άμεση παρέμβαση της, ώστε ο εορτασμός να πάρει άλλη μορφή και όσοι συμμετείχαν στις ακολασίες να τιμωρηθούν.
Σύμφωνα με την έρευνα που έγινε, στα όργια συμμετείχαν περίπου 7.000 άτομα.
Πολλοί από αυτούς κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη, δραπετεύοντας από την πόλη ενώ άλλοι καταδιώχθηκαν σε όλη την Ιταλία και δικάστηκαν.
Μετά τη διάλυση των Βακχαναλίων η πολιτεία έλαβε αυστηρά μέτρα.
Πλέον, όσοι ήθελαν να γιορτάσουν τον θεό Διόνυσο έπρεπε να πάρουν άδεια από τη Σύγκλητο, η οποία κατέγραψε σε ορειχάκινη πλάκα, βούλευμα για το πως έπρεπε να εκτυλίσσονται οι γιορτές.
Πληροφορίες αντλήθηκαν από το βιβλίο «Τα ρεκόρ της Αρχαιότητας»