ΠΗΓΗ: «ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», IAN WHITELAW. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΜΟΣ
Ο Πύρρος, ο οποίος έζησε τον 4ο αιώνα π.Χ., αναγνωριζόταν από όλους ως εξαιρετικός στρατιωτικός διοικητής. Ο Αννίβας, που είχε επιδείξει ιδιαίτερες ικανότητες στις τακτικές μάχης, θεωρούσε καλύτερο του Πύρρου μόνο τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Επομένως, αποτελεί ατυχή συγκυρία το γεγονός ότι το όνομά του είναι γνωστό μόνο μέσα από τη φράση «πύρρειος νίκη», η οποία σημαίνει μια νίκη που έχει επιτευχθεί με υπερβολικά μεγάλο κόστος.
Ο Πύρρος γεννήθηκε το 319 π.Χ. και ήταν γιος του Αιακίδη, ηγεμόνα της Ηπείρου. Όμως, ο πατέρας του καθαιρέθηκε όταν εκείνος ήταν μόλις δύο ετών, με αποτέλεσμα να τον μεγαλώσει ο βασιλιάς των Ιλλυριών, Γλαυκίας, σαν να ήταν δικό του παιδί.
Όταν ο Πύρρος έγινε 12 χρόνων, ο Γλαυκίας τον έστειλε στην Ήπειρο συνοδεία στρατού για να πάρει πίσω τον θρόνο. Όμως σε ηλικία 17 ετών, ο Πύρρος έφυγε από την Ήπειρο για να παρευρεθεί στον γάμο ενός απ’ τους γιους του Γλαυκία και κατά την απουσία του, έγινε ένα πραξικόπημα που του κόστισε τα πάντα.
Μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι στρατηγοί και φίλοι του, οι οποίοι ήταν γενικά γνωστοί ως Διάδοχοι, πολεμούσαν μεταξύ τους για τον έλεγχο τμημάτων της αυτοκρατορίας του.
Mία από τις αδερφές του Πύρρου ήταν παντρεμένη με τον Δημήτριο, γιο του Αντιγόνου, ενός από τους Διαδόχους.
Το 301 π.Χ. ο Πύρρος πολέμησε στο πλευρό του γαμπρού του στη μάχη της Ιψού, εναντίον ενός συνασπισμού που περιελάμβανε τον Κάσσανδρο.
Ο Πύρρος απέκτησε φήμη εξαιτίας της ανδρείας και των ικανοτήτων που επέδειξε στη μάχη, αλλά ο Αντίγονος σκοτώθηκε, ο στρατός του ηττήθηκε και ο Δημήτριος κατέφυγε στην Ελλάδα, ενώ ο Πύρρος στάλθηκε στην Αίγυπτο για να προσπαθήσει να διαπραγματευτεί μια συμφωνία ανάμεσα στον Δημήτριο και τον βασιλιά Πτολεμαίο της Αιγύπτου.
Ήταν προφανές πως ο Πύρρος εντυπωσίασε την αιγυπτιακή αυλή, επειδή του ζήτησαν να παντρευτεί την Αντιγόνη, θετή κόρη του Πτολεμαίου.
Με τη δική της βοήθεια βρήκε τους οικονομικούς πόρους για να συγκεντρώσει στρατό και το 297 π.Χ. επέστρεφε στην Ήπειρο, όπου διαπραγματεύτηκε μια συμφωνία για να συγκυβερνήσει με τον Νεοπτόλεμο Β’, ανιψιό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής.
Όταν ο Πύρρος πληροφορήθηκε ότι κάποιοι συνωμοτούσαν για να τον δηλητηριάσουν, σκότωσε τον Νεοπτόλεμο και κυβέρνησε την Ήπειρο μόνος του.
Όταν ο πρώην γαμπρός του, Δημήτριος, ο οποίος ήταν ήδη βασιλιάς της Μακεδονίας, εισέβαλλε στην Ήπειρο το 291, ο Πύρρος νίκησε μία από τις στρατιές του και μετά εισέβαλλε στη Μακεδονία, όπου πολλοί Μακεδόνες στρατιώτες, αγανακτισμένοι από τον ξεπεσμό και την αυταρχική νοοτροπία του Δημητρίου, αυτομόλησαν στην άλλη πλευρά.
Ο Πύρρος κατάφερε να αποκτήσει τον έλεγχο σχεδόν όλου του βασιλείου πριν να επιστρέψει στην Ήπειρο.
Εκμεταλλευόμενος τη φήμη του και την έχθρα που έτρεφαν οι Μακεδόνες στρατιώτες για τον Δημήτριο, μπήκε στη Μακεδονία ως απελευθερωτής και κατέλαβε το βασίλειο χωρίς να χυθεί ούτε σταγόνα αίμα.
Κυβέρνησε από το 286 έως το 283 π.Χ., όταν και εκδιώχθηκε, αναλαμβάνοντας ξανά τα τυπικά καθήκοντά του ως βασιλιάς της Ηπείρου.
Η επόμενη περιπέτειά του τον έφερε στην Ιταλία, όπου ο Τάραντας, μία από τις πολλές ελληνικές αποικίες της περιοχής, κινδύνευε από τη Ρώμη. Το 280 π.Χ. μετά από πρόσκληση των κατοίκων του Τάραντα, διέσχισε την Αδριατική μαζί με 25.000 στρατιώτες, ιππείς, τοξότες και «σφενδονήτες». Έφερε, επίσης, μαζί του και 20 ελέφαντες.
Παρά το ξέσπασμα μιας καταιγίδας που σκόρπισε τον στόλο κατά μήκος των ιταλικών ακτών, ο στρατός κατόρθωσε να ανασυνταχθεί στον Τάραντα και ο Πύρρος ξεκίνησε να στρατολογεί πολίτες, μάλλον ενάντια στη θέλησή τους. Πολλές άλλες ελληνικές πόλεις προσφέρθηκαν να στείλουν στρατιώτες ενισχύσεις.
Όταν ο Πύρρος έμαθε πως μια μεγάλη ρωμαϊκή στρατιά βρισκόταν καθοδόν, αποφάσισε να μην περιμένει τις ενισχύσεις, αλλά να κινηθεί κατά των Ρωμαίων, προτού πλησιάσουν στην πόλη. Οι δύο στρατοί αντιπαρατάχθηκαν στην πεδιάδα της Ηράκλειας.
Όταν ο Πύρρος είδε το μέγεθος και το επίπεδο οργάνωσης του ρωμαϊκού στρατοπέδου επανεξέτασε το ενδεχόμενο να περιμένει τις ενισχύσεις, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά.
Οι Ρωμαίοι δεν είχαν καμία πρόθεση να περιμένουν.
Η μάχη είχε μεγάλη διάρκεια.
Ο Πύρρος σκότωσε αρκετούς γνωστούς Ρωμαίους πολεμιστές, αλλά συνειδητοποίησε ότι, αργά ή γρήγορα, η εξαιρετικά αναγνωρίσιμη πανοπλία και η περικεφαλαία του, που ήταν διακοσμημένη με τα κέρατα μιας κατσίκας, θα προσέλκυε και άλλους μαχητές που ανυπομονούσαν να τον σκοτώσουν, όποτε αντάλλαξε πανοπλίες με έναν φίλο του.
Αυτό είχε δύο καταστροφικές συνέπειες.
Όχι μόνο σκοτώθηκε ο φίλος του, αλλά όταν ο Ρωμαίος νικητής άρχισε να επιδεικνύει τη χαρακτηριστική περικεφαλαία ως τρόπαιο, οι Έλληνες και οι Ταραντίνοι στρατιώτες πίστεψαν ότι είχαν χάσει τον ηγέτη τους και απελπίστηκαν.
Ο Πύρρος αναγκάστηκε να περάσει έφιππος μέσα από το πεδίο της μάχης χωρίς την περικεφαλαία του για να τους δείξει ότι ήταν ακόμη ζωντανός και να τους ανασυντάξει.
Οι δύο στρατοί ήταν ισάξιοι, αλλά οι δυνάμεις του Πύρρου κατάφεραν να διασπάσουν τις εχθρικές γραμμές χρησιμοποιώντας ελέφαντες, οι οποίοι τρομοκράτησαν τα άλογα του ρωμαϊκού ιππικού, με αποτέλεσμα να καταλάβει ο Πύρρος το ρωμαϊκό στρατόπεδο και να προελάσει μέχρι τη Ρώμη.
Γνωρίζοντας πως ο στρατός του δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να κατακτήσει τη Ρώμη, πρότεινε ειρήνη στους Ρωμαίους, την οποία εκείνοι αποδέχθηκαν με τον όρο να φύγει μαζί με τους άνδρες του από την Ιταλία. Ο όρος δεν έγινε αποδεκτός και τον επόμενο χρόνο οι δύο στρατοί, ξαναβρέθηκαν αντιμέτωποι, αυτή τη φορά στο Άσκλον.
Η μάχη κράτησε πολλές ώρες, με τις δύο πλευρές να προωθούνται και να υποχωρούν εναλλάξ, αλλά για μία ακόμα φορά, οι ελέφαντες θριάμβευσαν και οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν.
Ωστόσο, όταν τον συνεχάρηκαν για τη νίκη, ο Πύρρος έδωσε μια αυτοσαρκαστική απάντηση.
Και στις δύο μάχες, οι Ρωμαίοι είχαν χάσει περισσότερους άνδρες από τους Έλληνες περίπου 13.000 έναντι 7.000, αλλά ο Πύρρος ήταν ρεαλιστής.
Ο στρατός που είχε φέρει από την Ήπειρο ήταν σοβαρά αποδεκατισμένος, είχε χάσει τους περισσότερους από τους πιο πιστούς αξιωματικούς και καλούς φίλους του, οι Έλληνες σύμμαχοι του στην Ιταλία δεν ήταν και η πιο αξιόμαχη δύναμη, χώρια που δεν υπήρχε τρόπος να αναπληρώσει τους χαμένους στρατιώτες.
Από την άλλη πλευρά, η Ρώμη διέθετε παρά πολλούς ικανούς στρατιώτες από τους οποίους μπορούσε να αντλήσει εφεδρείες για να αναπληρώσει τις απώλειές της.
Είχε κερδίσει και τις δύο μάχες, αλλά το κόστος ήταν υπερβολικό.
«Μία ακόμα νίκη επί των Ρωμαίων», είπε, «και θα καταστραφούμε».
ΠΗΓΗ: «ΤΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΛΑΘΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ», IAN WHITELAW. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΜΟΣ