«Πρόκειται περί ληστρικού κράτους. Και βεβαίως, υπενθυμίζω ότι μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί ότι τα κράτη έχουν συνέχεια».
Όταν ο Ζουράρις αναφέρθηκε με αυτό το λεξιλόγιο στο Κοινοβούλιο, όλοι έτρεξαν στα λεξικά για να καταλάβουν πόσο σκληρά μίλησε ο βουλευτής για την πολιτική του γερμανικού κράτους και την Μέρκελ. Ξαφνικά «ξύπνησε» ένα ιδιότυπο ενδιαφέρον για την αρχαιοελληνική γλώσσα και τους τρόπους με τους οποίους οι πρόγονοι μιλούσαν τα «γαλλικά».
Στο βιβλίο του Μάριου Βερέττα, «Τα βρωμόλογα των αρχαίων Ελλήνων«, καταγράφονται οι λέξεις με τις οποίες έβριζαν πριν από χιλιάδες χρόνια οι κάτοικοι αυτής της ταραγμένης και γεμάτης ιστορίας περιοχής του κόσμου.
Τα πολυάριθμα «βρωμόλογα» των αρχαίων Ελλήνων δείχνουν ότι οι πρόγονοί μας χυδαιολογούσαν συχνότατα, ενδεχομένως όπως κι εμείς σήμερα.
Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, η γνώση της αρχαίας χυδαιολογίας αποτελεί εν δυνάμει άλλον έναν τρόπο για να αγαπήσουμε και να μάθουμε τα αρχαία ελληνικά…
ΑΒΡΟΒΑΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΝΑΣΕΙΣΙΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό [ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΒΔΕΩ: πέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΕΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
ΓΟΓΓΥΛΗ: βυζί / στήθος [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΙΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΡΟΜΑΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
ΕΣΧΑΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΥΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]
ΚΑΣΣΩΡΙΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΜΥΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΠΗΘΙΚΑΛΩΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΟΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΗΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΗΔΟΝΟΘΗΚΗ: το αιδοίο
ΚΥΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
ΚΙΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΛΕΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΙΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΟΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΥΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
ΧΑΛΚΙΔΙΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
«Αποσκότισόν με» έλεγαν σε κάποιον για να πάψει να τους σκοτίζει, ενώ «μαψ», ήταν ο ανόητος. Η λέξη έχει επιβιώσει μάλιστα μέχρι σήμερα ως «μάπας» και είναι μια από τις πιο αρχαίες βωμολοχίες.
Από το ιστολόγιο kleitor, αλιεύουμε επίσης:
Αμάρευμα: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
Βδέλυγμα: σίχαμα
Έκφαυλος: ατιμασμένος
Κόβαλος: παράσιτο
Κόπρειος: τιποτένιος
Μιάστωρ: μίασμα
Σκωραμίς: απατεώνας / καθίκι
Όπως σημειώνει ο Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγιο του, δημοφιλής και με αρνητική χροιά ήταν και η λέξη αρχολίπαρος που σημαίνει «αυτός που ποθεί σφοδρά την εξουσία» αλλά και «ο ευτελώς πρόθυμος προς τους κατέχοντες την εξουσία».
Πώς προέκυψε η λέξη βωμολοχία
Βωμολοχία: βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία
Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη και υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς. Αυτή η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία. Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.