Το φαινόμενο της πειρατείας πρωτοεμφανίστηκε στη Μεσόγειο. Σκοπός των πειρατών ήταν η απόκτηση χρημάτων και αγαθών. Ήταν οι «ληστές της θάλασσας».
«Η πειρατεία πρέπει να γεννήθηκε από τη στιγμή που ανακαλύφθηκε η πλεύση, όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν ότι μπορούν με ένα πλωτό μέσο να πάνε από τη μία πλευρά στην άλλη. Φυσικά θα γεννήθηκε η επιθυμία να αρπάξουν και κάποια προϊόντα που είχε η μία πλευρά της όχθης και να τα φέρουν στην άλλη ή από το ένα πλωτό μέσο στο άλλο». Έτσι περιγράφει την έναρξη της πειρατείας η ερευνήτρια και συγγραφέας, Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου, που μετά από εξαντλητική έρευνα έγραψε το βιβλίο, «Η πειρατεία στην αρχαία Ελλάδα».
Οι απάνθρωπες ενέργειες των πειρατών
Ιστορίες για την πειρατεία στην Ελλάδα το 12ο αιώνα είχε περιγράψει και ο Μητροπολίτης Αθηνών, Μιχαήλ Χωνιάτης ή Ακομινάτος. Είναι εκπληκτικές οι πληροφορίες για τις μεθόδους των πειρατών προκειμένου να εισπράξουν λύτρα. Αιχμαλώτιζαν ανθρώπους, εκβίαζαν για τα χρήματα και ασκούσαν τρομερή ψυχολογική πίεση. Σε περίπτωση που οι συγγενείς τους δε μπορούσαν να πληρώσουν, οι πειρατές έκοβαν τα χέρια των ανθρώπων που είχαν απαγάγει και άλλες φορές τους σκότωναν ή τους έκαναν σκλάβους.
Έτσι έσπερναν τον τρόμο και φρόντιζαν να διαδώσουν τις πράξεις τους.
Η ζωή των σκλάβων στις γαλέρες
Οι σκλάβοι δεν θεωρούνταν άνθρωποι με δικαιώματα από τους πειρατές. Αλυσοδεμένοι, καταπονημένοι, ζούσαν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες. Η πείνα, η δυσοσμία και οι αρρώστιες ήταν η καθημερινότητα ενός σκλάβου όταν έπλεαν στις θάλασσες. Ιατρική περίθαλψη δεν υπήρχε, με αποτέλεσμα πολλοί να πεθαίνουν ακόμη και από απλές αρρώστιες.
Η ερευνήτρια Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου αναφέρει: «Ο κουρέας του σκάφους εκτελούσε και χρέη γιατρού ταυτοχρόνως, και ποια ήταν αυτά τα χρέη γιατρού; Απλά εξετάζε εάν τα σημεία που υπήρχαν τα δεσμά είχαν δημιουργήσει στο σώμα πληγές. Τότε προσπαθούσε με κάποιον τρόπο να τις ανακουφίσει. Φυσικά χρειαζόταν κάποια βότανα για να θεραπεύσει τους ασθενείς, όμως σπανίως μάζευαν βότανα και συνήθως όταν κάποιος αρρώσταινε βαριά, τον έριχναν στη θάλασσα για να τελειώνουν μαζί του».
Η απαγωγή του Ιουλίου Καίσαρα από πειρατές
Σε ηλικία 25 ετών, ο Ιούλιος Καίσαρας ταξίδευε στο Αιγαίο για να συναντηθεί με το βασιλιά της Βιθυνίας. Όμως, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού δέχτηκε πειρατική επίθεση. Αρχικά, οι πειρατές ζήτησαν ως λύτρα 20 τάλαντα. Ο Καίσαρας δε συμφώνησε με αυτό το ποσό. Θεωρούσε ότι άξιζε περισσότερα από αυτά και ζήτησε να
δώσουν 50 τάλαντα. Οι πειρατές φυσικά συμφώνησαν.
Τότε, οι άνθρωποι του Καίσαρα πήγαν στη Μίλητο, ζήτησαν τα τάλαντα, τρόφιμα και κρασί που το είχαν αναμείξει με ένα παραισθησιογόνο φυτό. Ζήτησαν και ένα κεραμικό σκεύος που μέσα θα έκρυβαν ξίφη.
Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του ο Καίσαρας δεν έδειξε φόβο. Συμπεριφερόταν στους πειρατές σαν να ήταν ο ηγέτης τους.
«Ο Καίσαρας κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, τους αντιμετώπιζε με ύφος ειρωνικό, περιφρονητικό. Τους διέταζε να κάνουν διάφορα πράγματα. Δεν πίστευαν ότι θα τους έκανε επίθεση. Μάλιστα, όταν ήθελε να ξεκουραστεί τους έλεγε, κάνετε ησυχία τώρα, θέλω να κοιμηθώ», λέει η Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου.
Ο Ιούλιος Καίσαρας έδωσε τα λύτρα και πρόσφερε το γεύμα στους πειρατές. Αργότερα αυτοί αποκοιμήθηκαν από το κρασί και τότε οι άνθρωποι του Καίσαρα βρήκαν ευκαιρία να επιτεθούν. Πήραν τα ξίφη που είχαν κρύψει, έσφαξαν τους πειρατές και πήραν πίσω τα τάλαντα. Κατάφερε να επιβληθεί σε αυτούς που τον αιχμαλώτισαν, αλλά και να τους σκοτώσει.
Αυτές και πολλές ακόμη άγνωστες ιστορίες περιγράφει η ερευνήτρια Κρίστυ Εμίλιο Ιωαννίδου στο βιβλίο, «Η πειρατεία στην αρχαία Ελλάδα».