Ο Κέρβερος, το μυθικό τέρας με τα τρία κεφάλια, την ουρά δράκου και τη φιδίσια χαίτη, υπήρξε ο φύλακας στις πύλες του Άδη, του ζοφερού Κάτω Κόσμου.
Εκεί οι νεκροί μπορούσαν να περάσουν μια φορά και να παραμείνουν αιώνια, σε αντίθεση με τους ζωντανούς που δεν μπορούσαν να εισέλθουν ποτέ, εκτός εάν το επέτρεπε ο θεός Άδης.
Τα τρία κεφάλια θεωρείται ότι αντιπροσώπευαν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ότι ήταν σύμβολο της γέννησης, της νεότητας και του γήρατος.
Η πιο ισχυρή ικανότητα Κέρβερου ήταν το βλέμμα του, το όποιο ήταν τόσο φοβερό που όποιος τον κοιτούσε στα μάτια αμέσως μετατρεπόταν σε πέτρα.
Λέγεται ότι ο Κέρβερος είχε αιχμηρά δόντια και ένα δηλητηριώδες δάγκωμα. Από το δηλητήριο που έσταζε πάνω στο έδαφος φύτρωνε ένα φυτό που είναι γνωστό ως «Ακόνιτο».
Ήταν γιος του Τυφώνα, του πιο δυνατού και θανατηφόρου τέρατος της ελληνικής μυθολογίας.
Με την πυρωμένη του ανάσα σκορπούσε την καταστροφή, ενώ τα πολλά κεφάλια και φτερά που λέγεται ότι είχε, σε συνδυασμό με τα κόκκινα μάτια του, έκαναν ακόμα και τους θεούς να τον φοβούνται. Πολέμιος εχθρός του Δία, είχε ως μοναδικό του σκοπό να δημιουργεί εμπόδια για τη βασιλεία των ουρανών.
Μητέρα του Κέρβερου ήταν η Έχιδνα, γνωστή και ως η «μητέρα όλων των τεράτων».
Είχε μαύρα μάτια, το κεφάλι και τον κορμό μιας όμορφης γυναίκας και ουρά φιδιού. Η Έχιδνα κατά τη μυθολογία δελέαζε με την ομορφιά της ανυποψίαστους άντρες και στη συνέχεια έτρωγε το ωμό κρέας τους.
Ο πρωταρχικός ρόλος του Κέρβερου ήταν να φυλά ακούραστος τις πύλες του Κάτω Κόσμου και να υπηρετεί πιστά τον θεό Άδη. Αλυσοδεμένος στις πύλες του Αχέροντα φρόντιζε να κατασπαράζει όποιον πήγαινε να το σκάσει από τον κόσμο των νεκρών προκειμένου να επιστρέψει στους ζωντανούς.
Από τις λίγες φορές που ο Κέρβερος ηττήθηκε ήταν όταν ο Ηρακλής τον συνάντησε κοντά στην πύλη του ποταμού Αχέροντα. Έφτιαξε μια πανίσχυρη αμυντική ασπίδα, σκέπασε το κεφάλι του με δέρμα λιονταριού και όταν τον έπιασε, έσφιξε με τα χέρια του το κεφάλι του θηρίου. Παρά το γεγονός ότι ο δράκος έριχνε συνέχεια φωτιά καταπάνω του, δεν σταμάτησε μέχρι που παραδόθηκε. Τον έπιασε και τον μετέφερε στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος από τον φόβο του τον έστειλε αμέσως πίσω στον Άδη.
Ήταν ο δωδέκατος και πιο δύσκολος άθλος του Ηρακλή.
Ο Ορφέας από την άλλη ήταν ο μοναδικός που κατάφερε με τη λύρα του να κοιμίσει το μυθικό τέρας προκειμένου να περάσει τις πύλες του Άδη για να βρει την αδικοχαμένη γυναίκα του Ευρυδίκη.
Οι θεοί του Κάτω Κόσμου υποσχέθηκαν στον θαρραλέο νέο να του δώσουν την Ευρυδίκη, αλλά τον προειδοποίησαν να μη γυρίσει πίσω να την κοιτάξει μέχρι να περάσουν την είσοδο του Κάτω Κόσμου και να βγουν στο φως. Εκείνος όμως από την ανυπομονησία του να αντικρίσει την σύζυγο του ξεχάστηκε και την κοίταξε, έτσι η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε για πάντα και δεν την ξαναείδε ποτέ.
Ο Κέρβερος εμφανίζεται σε πολλά έργα της αρχαίας λογοτεχνίας, αν και η απεικόνιση γύρω από το μυθικό τέρας διαφέρει συχνά από τους συγγραφείς και τους πολιτισμούς.
Στην Κόλαση του Δάντη, φυλάει τον τρίτο κύκλο της Κόλασης και όχι το σύνολο του υποκόσμου.
Οι Έλληνες ποιητές όπως ο Ησίοδος και ο Οράτιος έδιναν διαφορετικές εκδοχές του τέρατος, αφού σε κάθε περιγραφή ο Κέρβερος είχε πενήντα ή εκατό κεφάλια και ήταν λύκος ή λιοντάρι αντίστοιχα.
Το όνομα «Κέρβερος» χρησιμοποιείται σήμερα για να υποδηλώσει τον σκληρό και ανυποχώρητο άνθρωπο.