Οι Μοίρες, οντότητες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, παριστάνονταν συνήθως ως τρεις γυναικείες μορφές που κλώθουν.
Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους, συμβολίζει την ανθρώπινη ζωή, δείχνοντας πόσο μικρή και αδύναμη μπορεί να είναι.
Η λέξη «μοίρα» βγαίνει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι που σημαίνει μοιράζω, είναι δηλαδή το «μερίδιο», το κομμάτι που παίρνει ο καθένας από τη μοιρασιά της ζωής.
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι πολλές πλευρές της ανθρώπινης ζωής καθορίζονταν από τις τρεις αυτές μυθικές γυναίκες.
Αυτές οι τρεις αδερφές που εμφανίζονται στην ελληνική και ρωμαϊκή μυθολογία καθόριζαν τη μοίρα ενός παιδιού στη γέννησή του.
Δηλαδή καθόριζαν πότε αρχίζει η ζωή, πότε τελειώνει αλλά και όλα όσα μεσολαβούσαν.
Με τη γέννηση κάθε ανθρώπου εμφανίζονταν μετρώντας την κλωστή κάθε ανθρώπου, την κλωστή της ζωής του.
Ωστόσο δεν ήταν όλα προκαθορισμένα και προδιαγεγραμμένα από τη γέννηση. Ένας άνθρωπος για παράδειγμα προορισμένος να γίνει κάποια μέρα σπουδαίος πολεμιστής, μπορούσε να επιλέξει τι ήθελε να κάνει κάποια στιγμή στη ζωή του. Οι θεοί μπορούσαν να επέμβουν στις αποφάσεις των ανθρώπων ελέγχοντας υπό αυτή την έννοια την ζωή τους.
Οι Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γνωστές στους Ρωμαίους ως Fata ή Parcae , ήταν τρεις γυναίκες τις οποίες περιγράφονταν ως ηλικιωμένες, αυστηρές, ψυχρές και αμείλικτες.
Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, οι θεότητες αυτές ήταν σοβαρές, πολυάσχολες παρθένες, ενώ οι Ρωμαίοι τις παρουσίαζαν ως κακιές γυναίκες, που στερούσαν την ελπίδα και την επιθυμία στους ανθρώπους.
Η πρώτη Μοίρα, η Κλωθώ (συμβολίζει και το παρόν), γνέθει το νήμα της ζωής, η δεύτερη, η Λάχεσις (το παρελθόν), μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα «λάχει» στον καθένα (εξού και λαχείο).
Η τρίτη, η Άτροπος (το μέλλον), κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Επέλεγε τον θάνατο του κάθε ανθρώπου και όταν ερχόταν η ώρα έκοβε με ψαλίδι την κλωστή της ζωής. Ήταν η μικρότερη από τις τρεις και η πιο σκληρή.
Με τη γέννηση ενός αγοριού, οι μοίρες έγνεθαν την κλωστή της μελλοντικής του ζωής, τον ακολουθούσαν σε κάθε βήμα του και κατηύθυναν τις πράξεις του σύμφωνα με τις συμβουλές των θεών.
Οι Μοίρες δεν ανακατεύονταν άμεσα στις ανθρώπινες υποθέσεις, αλλά εμμέσως. Ο άνθρωπος είχε μια δυνατότητα να ασκεί μια κάποια επιρροή πάνω τους.
Επειδή το πεπρωμένο του ανθρώπου καθόριζε τον θάνατό του, οι Μοίρες έγιναν οι Μοίρες του θανάτου, εξού και μοιραίος θάνατος.
Οι Μοίρες ήλεγχαν το πεπρωμένο όχι μόνο των θνητών και αλλά και των αθανάτων και σε πολλές περιπτώσεις περιγράφονται ως πιο ισχυρές ακόμα και από τους θεούς.
Ο Όμηρος γράφει στην Ιλιάδα ότι ήταν επιθυμία των τριών Μοιρών να καταστρέψουν οι Έλληνες την Τροία όταν η θεά Φήμη και ο Θεός Παν, που ετυμολογικά συνδέεται με τον πανικό, έκαναν τους Έλληνες να θέλουν να τα εγκαταλείψουν.
Επίσης και στην ιστορία της βασίλισσας Διδούς και του Αινεία, ήταν προδιαγεγραμμένο από τις Μοίρες ο Αινείας να πάει στην Ιταλία παρά τις αντίθετες προσπάθειες της Ήρας.
Η Ήρα στην προσπάθεια της να αψηφήσει τις Μοίρες προκάλεσε τότε τον πρόωρο θάνατο της Διδούς, της βασίλισσας της Καρχηδόνας.
Αλλά και ο Δίας, ενώ βασίλευε ως ανώτατος άρχων, υπόκειτο και ο ίδιος στις αποφάσεις των Μοιρών. Ωστόσο ο Δίας, εάν το επέλεγε, είχε τη δυνατότητα να σώσει εκείνους που οι Μοίρες τους είχαν καθορίσει για κάτι διαφορετικό.
Η προσωποποίηση του πεπρωμένου με ανθρώπινη μορφή απαντάται για πρώτη φορά στην Θεογονία του Ησίοδου το 700 πΧ.
Ο Ησίοδος παρουσιάζει τις Μοίρες ως κόρες του Δία και της θεάς Θέμιδος. Η Θέμιδα ανήκε στους Τιτάνες. Παιδί του Ουρανού και της Γης στη θεογονία του Ησίοδου συμβόλιζε το νόμο, την τάξη και το θείο δίκαιο.
Οι Μοίρες εμφανίζονται να γνέθουν, μια γνωστή ασχολία των γυναικών της εποχής. Όμως μέσα στην κλωστή υπάρχει θλίψη, πλούτος, ταξίδια, τύχη.
Σε άλλους μύθους παρουσιάζονται ως κόρες δύο άλλων θεών του Ερέβους, δηλαδή του σκότους και της θεάς Νύχτας.
Σύμφωνα με κάποιους άλλους μύθους συσχετίζονται με την θεά Ανάγκη. Κατά τους αρχαίους φιλοσόφους, ο μεν Πλάτων θεωρεί τη θεά Ανάγκη ως μητέρα των Μοιρών, ο δε Πλούταρχος ως μητέρα της Αδράστειας.
Οι Ώρες ήταν Θεότητες των καιρών και του χρόνου της αρχαίας Ελλάδας.
Ήταν θυγατέρες του Δία και της Θέμιδος, αδελφές των τριών Μοιρών και των Νυμφών που κατοικούσαν στον Ηριδανό ποταμό. Στην Αθήνα αναφέρονταν ως Θαλλώ, Αυξώ και Καρπώ.
Οι Νορβηγοί ονόμαζαν τις μοίρες αλλόκοτες αδερφές. Οι Κέλτες είχαν τρεις θεές του πολέμου, τις Μόριγκαν, που προσδιόριζαν το πεπρωμένο των στρατιωτών στη μάχη.
Η ιδέα των τριών θεοτήτων μπορεί να σχετίζεται με μια αρχαία μορφή λατρείας της σελήνης σε τρεις διαφορετικές μορφές, σύμφωνα με τις τρεις φάσεις της σελήνης.
Οι Μοίρες ήταν δημοφιλείς στην Αρχαία Ελλάδα γεγονός που αποδεικνύεται από την ύπαρξη ιερών ναών σε διάφορες μεγάλες πόλεις όπως Κόρινθο, Σπάρτη και Θήβα.
Προς τιμήν τους οργανώνονταν εορταστικές εκδηλώσεις στην Αθήνα, τους Δελφούς, την Ολυμπία και την Σικυώνα για να εξασφαλίσουν καλή σοδειά στα χωράφια.
Σήμερα η έννοια του πεπρωμένου δηλαδή της μοίρας ταυτίζεται ετυμολογικά με τις Μοίρες από την Ελληνική Μυθολογία.