Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, χιλιάδες συμπατριώτες μας εγκατέλειψαν τη χώρα, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη σε χώρες της Ευρώπης.
Ο πόνος και η φτώχεια που ζούσαν στην Ελλάδα, τους ανάγκαζε να αποχωρίζονται τις οικογένειές τους και να εργάζονται στην ξενιτιά κάτω από άθλιες συνθήκες, για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί.
Το 1960, η πόλη Σαρλερουά στο Βέλγιο δέχτηκε πολλούς Έλληνες, που δούλευαν σαν εργάτες στα ορυχεία. Εκεί, τα μεροκάματα ήταν αρκετά καλά. Οι συνθήκες όμως ήταν τριτοκοσμικές. Οι Έλληνες εργάτες έπαιζαν καθημερινά κορώνα γράμματα τη ζωή τους, αφού ο κίνδυνος ατυχήματος ήταν μεγάλος.
Τα περιστατικά ήταν συχνά και πολλοί έχασαν τα μέλη τους, πόδια ή χέρια, σε εργατικά ατυχήματα. Κάποιοι έχασαν ακόμα και τη ζωή τους στα σκοτεινά ορυχεία.
Η «Μηχανή του Χρόνου» βρήκε αρκετούς από τους συγγενείς των μεταναστών, που περιέγραψαν το δράμα των δικών τους ανθρώπων. Οι ίδιοι, δυστυχώς, δεν βρίσκονταν στη ζωή. Ακόμα και όσοι κατάφεραν να γυρίσουν κάποια στιγμή πίσω την πατρίδα, δεν κατάφεραν να ζήσουν μέχρι τα βαθειά γεράματα. Οι επιπτώσεις στην υγεία τους, από τη δουλειά στα ορυχεία, ήταν θανατηφόρες.