Αρχές δεκαετίας του ’40, ο Dr. Sleight, διευθυντής του διδασκαλικού Κολλεγίου στην Κύπρο και μετέπειτα διευθυντής Παιδείας της αποκιοκρατικής Κυβέρνησης, σκεφτόταν τρόπους για να εκσυγχρονίσει το κυπριακό εκπαιδευτικό σύστημα.
Πρωτοπόρος και με πραγματικό ενδιαφέρον για τη μόρφωση ίδρυσε διάφορες σχολές οι οποίες έλειπαν από τον εκπαιδευτικό χάρτη του νησιού όπως οι τεχνικές, οι ξενοδοχειακές και άλλες. Μία από αυτές όμως ήταν και η Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου. Ένα καινοτόμο επιχείρημα το οποίο κατέληξε να αποτελεί πρότυπο για τα ευρωπαϊκά δεδομένα.
Το Ξενοδοχείο του Ταλιαδόρου που στέγασε τα «παραβατικά» παιδιά
Το κύριο πρόβλημα ωστόσο ήταν η εύρεση τοποθεσίας. Όπως διηγείται ο Μιχάλης Κοκκινίδης, δάσκαλος και μετέπειτα διευθυντής της Σχολής, ο Dr Sleight γνώριζε καλά την επαρχία Κερύνειας. Σε μία από τις περιηγήσεις του, βρήκε το παλιό ξενοδοχείο του Ταλιαδόρου. Αυτό είχε κτιστεί πάνω στα θεμέλια μιας αποθήκης χαρουπιών. Ωστόσο, οι κακουχίες και η οικονομική κρίση του πολέμου δεν του επέτρεψαν ποτέ να λειτουργήσει. Από την άλλη βέβαια αυτό αποτελούσε ευτύχημα για τον Sleight. Μόλις είχε βρει την τοποθεσία για το νέο σχολείο.
Η πρόταση του Sleight ωστόσο αν και κατάφερε να πείσει τη διεύθυνση παιδείας και την αποικιοκρατική κυβέρνηση, συνάντησε την άρνηση των φυλακών της Αθαλάσσας στην οποία στέλνονταν μέχρι τότε όσα παιδιά παράβαιναν τον νόμο.
Το αντεπιχείρημά του ήταν: «Εαν μετακινήσουμε τους νεαρούς φυλακισμένους, ποιός θα περιποιείται πλέον τα ζώα στην έπαυλη της Αθαλάσσας;»
Οι μαθητές που έχτισαν το σχολείο
Το Φθνινόπωρο του 1943 η Σχολή άρχισε να δέχεται τους πρώτους μαθητές. Όμως δεν ήταν πλήρως εξοπλισμένη και ούτε είχε τις απαραίτητες εγκαταστάσεις. Αυτό βέβαια δεν πτόησε κανένα. Προσελήφθησαν οι εκπαιδευτικοί και το τεχνικό προσωπικό και τα παιδιά χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: τους Πιτσιρίκους, τους Πράσινους και τους Βένετους, αντίστοιχα με τις ηλικίες τους. Στην αρχή ζούσαν σε παράγκες μαζί με τους υπεύθυνους δασκάλους τους, όμως σιγά σιγά οι μαθητές μαζί με τους κτίστες και τους ξυλουργούς που είχαν προσληφθεί στη Σχολή ξεκίνησαν να χτίζουν το νέο σχολείο.
Έτσι κι αλλιώς η φιλοσοφία της Σχολής ήταν πως στα παιδιά θα παρέχονταν οι βασικές γνώσεις αλλά και η ευκαιρία να μάθουν κάποια τέχνη η οποία θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει τα προς το ζην όταν αυτά θα απολύονταν από την Σχολή.
Τα παιδιά δημιούργησαν μία μικρή πόλη. Έχτισαν τους κοιτώνες που τους φιλοξενούσαν, μία μεγάλη αθλητική αίθουσα, εργαστήρια, τάξεις, κουζίνα και τραπεζαρία και ένα κεντρικό κτήριο και μία φάρμα που ονομαζόταν Έπαυλη.
Η νέα Σχολή δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τα γύρω σχολεία. Αντιθέτως, αποτελούσε ένα πρότυπο για την περιοχή και πόλο έλξης για τους αξιωματούχους οι οποίοι θαύμαζαν το έργο τους.
Το προσωπικό αποτελείτο από τους δασκάλους, τους μαστόρους, τους μάγειρες και τις οικονόμους της Σχολής. Μάλιστα, καθώς φιλοξενούσε Ελληνοκύπριους, Τουρκοκύπριους, Μαρωνίτες και Αρμένιους, το προσωπικό ήταν μεικτό. Δεν γίνονταν διακρίσεις και ο σεβασμός αποτελούσε μία από τις κυριότερες αρχές της σχολής.
Η Αναμορφωτική Σχολή Λαπήθου, είχε δημιουργήσει μία μεγάλη οικογένεια.
«Η φιλοσοφία δεν ήταν εκδικητική»
Αυτό που έκανε τη Σχολή να ξεχωρίσει, ήταν η ιδιαίτερη φιλοσοφία της. Όπως διηγείται ο κ. Κοκκινίδης, δεν είχαν ως σκοπό να τιμωρούν τα παιδιά επειδή θεωρήθηκαν παραβάτες του νόμου. Αντιθέτως, κύριο μέλημά τους ήταν να τους δώσουν μία δεύτερη ευκαιρία και να τα βοηθήσουν να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία αφού θα απολύονταν.
«Η σχολή δεν είχε περίφραξη. Ούτε κάγκελα, ούτε πόρτες.
Όταν λοιπόν έρχονταν νέα παιδιά, φοβόμασταν πολύ και ήμασταν προετοιμασμένοι για αποδράσεις.
Κάτι που συνέβαινε, όχι συχνά, αλλά συνέβαινε.
Μια μέρα, έφυγε ένας πιτσιρικάς με το που τον έφεραν στη Σχολή.
Οι κοινότητες του Καραβά και της Λαπήθου ήταν όμως ενημερωμένες κι όποτε έφευγε κάποιος μας τον επέστρεφαν. Έτσι κι εγώ βγήκα με το αυτοκίνητό μου να τον βρω.
Μόλις τον εντόπισα του είπα «γιε μου που πάεις;»
«Έσσω μου θκειε», απάντησε ο πιτσιρικάς αφού εν με είχε ξαναδεί.
«Έμπα μέσα να σε πάω», του είπα και όντως ο μικρός έκατσε στη θέση του συνοδηγού.
Εννοείται ότι τον επέστρεψα στη Σχολή, όμως δεν κοίταξε να ξαναφύγει.
Όταν εσυνειδητοποιούσαν πόσο καλά περνούσαμε και πως δεν είχαμε σκοπό να τιμωρήσουμε κανέναν αλλά να του δώσουμε φροντίδα, προστασία και γνώση οι μικροί όχι μόνο έμεναν στη Σχολή αλλά στις διακοπές παρακαλούσαν να μείνουν ως εθελοντές μέσα».
Η Σχολή δεν έκλεινε ποτέ. Έμενε ανοιχτή ολόχρονα, φιλοξενούσε γονείς οι οποίοι επισκέπτονταν τα παιδιά τους κι όταν έδινε άδεια στους μαθητές τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και το Καλοκαίρι, κάποιοι έμεναν εθελοντικά πίσω για να φροντίζουν τον κήπο και τα ζώα που διατηρούσαν.
Η Σχολή δεν λειτουργούσε όπως τα γνωστά σωφρονιστήρια. Η σωματική τιμωρία, αναφέρει ο κ. Κοκκινίδης, ήταν υπερβολικά σπάνια και μάλιστα γινόταν μόνο εκ μέρους του Διευθυντή. Κανένας δάσκαλος δεν είχε δικαίωμα να απλώσει χέρι πάνω στα παιδιά.
«Είχαμε άλλου είδους τιμωρίες. Για παράδειγμα, κάθε μέρα οι δάσκαλοι σημείωναν βαθμό για την συμπεριφορά των παιδιών και την πρόοδο τους στα μαθήματα και τις τέχνες. Για τους βαθμούς αυτούς κάθε μήνα λάμβαναν ένα επίδομα καλής διαγωγής, κάτι σαν χαρτζιλίκι (πέρα από το μηνιαίο επίδομα που λάμβαναν έτσι κι αλλιώς και αποταμιευόταν μέχρι την απόλυσή τους). Όταν ένας μαθητής δεν συμπλήρωνε τους απαραίτητους βαθμούς, τότε έχανε και το επίδομα. Για αυτό όλα τα παιδιά προσπαθούσαν να τηρούν τους κανόνες. Ήταν σημαντικό για εκείνα».
Οι επισκέψεις και τα ρεβύθια του Κληρίδη
Τη Σχολή επισκεπτόταν μία φορά τον χρόνο ο Πρόεδρος Μακάριος και οι αξιωματούχοι του. Ήταν πολύ ενθουσιασμένοι με το έργο που παρήγαγαν το προσωπικό και παρακολουθούσαν τις εκδηλώσεις του Σχολείου.
Ένα από τα πιο αξιοζήλευτα δωμάτια της Σχολής ήταν το μαγειριό. Ο κ. Κοκκινίδης μα εκμυστηρεύτηκε πως την ποικιλία που είδε στη Σχολή δεν την είχε δει ξανά κανένας δάσκαλος ούτε στο σπίτι του. Τα γεύματα – τα οποία ήταν τα ίδια για το προσωπικό και για τους μαθητές – ήταν πλουσιοπάροχα.
Μάλιστα, σε μία από τις επισκέψεις της Κυβέρνησης, ο Γλαύκος Κληρίδης πλησίασε την κατσαρόλα του μάγειρα και τον ρώτησε: «Τι μυρίζει;», «Ρεβύθια κ. Κληρίδη» απάντησε ο μάγειρας, «αλλά είναι για τα παιδιά αυτά, για εσάς τους καλεσμένους μαγειρεύω άλλο φαγητό». «Άσε το άλλο φαγητό», απάντησε ο Κληρίδης, «και βάλε μου ένα πιάτο ρεβύθια».
Πάντα παρούσα στις εκδηλώσεις
Η Σχολή δεν υστερούσε σε καμία κοινωνική πτυχή. Οι μαθητές είχαν δημιουργήσει θεαματικές ομάδες αθλητισμού και προσκοπισμού και λάμβαναν πάντα μέρος σε όλες τις εκδηλώσεις της επαρχίας Κερύνειας. Οι γυμναστικές επιδείξεις αποτελούσαν το γεγονός του αθλητικού έτους και η προσκοπική ομάδα που δημιούργησαν αποτελούσε από τις πρώτες της επαρχίας Κυρηνείας με εντυπωσιακή συμμετοχή στην γιορτή του Κατακλυσμού.
Τα συντρίμια της εισβολής
Ωστόσο, η τουρκική εισβολή του 1974, διέκοψε την πολυετή λειτουργία της Σχολής. Ο κ. Κοκκινίδης θυμάται: «Την είδαμε την τουρκική εισβολή. Είδαμε τα αεροπλάνα και τα καράβια από το ύψωμα στο οποίο βρισκόμασταν. Αγχωθήκαμε δεν θα σας το κρύψω. Εγώ έστειλα την οικογένειά μου στον Καραβά, όπου είχαμε συγγενείς και φρόντισαν να πάρω τα παιδιά μαζί με τους δασκάλους σε πιο ασφαλή τοποθεσία. Ξημερωθήκαμε στο Δημαρχείο της Μόρφου, επέστρεψα στον Καραβά να πάρω την οικογένειά μου και κινηθήκαμε ξανά μέχρι τη Σχολή Μιτσή στη Λεμύθου. Μόλις βεβαιωθήκαμε πως είχαμε περιθώρια ασφάλειας στείλαμε τα παιδιά στα σπίτια τους. Όσοι δεν είχαμε που να πάμε, καταλήξαμε στον Πρόδρομο κι από εκεί στη Λεμεσό. Στη Σχολή δεν ξαναπήγα έκτοτε. Δεν μπορώ».
Η νέα Λάμπουσα
Η Σχολή παρέμεινε κλειστή από το ’74 μέχρι και το ’80. Τότε έγινε εκ νέου εισήγηση να επαναλειτουργήσει. Ορίστηκε ως νέος χώρος μία τοποθεσία στα Πολεμίδια, όπου αργότερα στεγάστηκε η Ξενοδοχειακή Σχολή. Η νέα Λάμπουσα λειτούργησε με την ίδια φιλοσοφία, όπως τίποτα δεν θύμιζε αυτό που είχαν δημιουργήσει στη Λάπηθο.
Ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Δεν υπήρχε το ίδιο δέσιμο. Μάλιστα, οι αξιωματούχοι της νέας κυβέρνησης δεν ενδιαφέρονταν όπως ενδιαφέρονταν πριν την εισβολή. Δεν μας επισκέφθηκαν ούτε μία φορά. Όταν ένας Αργεντίνος των Ηνωμένων Εθνών, ο Λόπεζ, επισκέφθηκε τη Σχολή μου είπε εμπιστευτηκά, πως θα ετοίμαζε μία έκθεση στην οποία θα συμπεριελάμβανε την Λάμπουσα ως πρότυπο σχολείο αναμόρφωσης, από το οποίο θα έπρεπε να παραδειγματίζονται όσοι ήθελαν να ιδρύσουν παρόμοιες σχολές. Δεν είχαν όμως την ίδια εντύπωση και οι κυβερνητικοί, οι οποίοι μας έκλεισαν το 1986
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: Το σχολείο που είχε τυπογραφείο, φάρμα και νοσοκομείο! Το έχτισαν στη συγκεκριμένη περιοχή επειδή δεν «έβλεπε» κανένα μιναρέ. Το εντυπωσιακό Μελκονιάν στην Αγλαντζιά