Πηγή: «Οι Μεγαλύτερες Καταστροφές της Ιστορίας» – Εκδόσεις: Κλειδάριθμος
Το 1916, μετά την αρχική προέλαση των Γερμανών στο Βέλγιο και τη Γαλλία, την οποία σταμάτησαν με αρκετό κόστος οι Γάλλοι και οι Βρετανοί σύμμαχοί τους, οι δύο πλευρές οχύρωσαν τις προωθημένες θέσεις τους και προσπάθησαν να σκεφτούν τι να κάνουν στη συνέχεια: Καμία πλευρά δεν είχε βρει μια πραγματική λύση για την «ισοπαλία».
Οι Γερμανοί είχαν σχεδιάσει να επαναλάβουν τη νίκη του 1871. Θα ανάγκαζαν τους εχθρούς να παραδοθούν γρήγορα εφορμώντας σε ολόκληρη τη γαλλική ύπαιθρο, πολιορκώντας το Παρίσι και αποκόπτοντας τη βρετανική εκστρατευτική δύναμη από τη θάλασσα.
Η στρατηγική των Βρετανών ήταν να κερδίσουν μια σειρά από μάχες εκ παρατάξεως και να υποτάξουν τους Γερμανούς όπως είχαν κάνει με τους Γάλλους εκατό χρόνια νωρίτερα.
Για να εμπλακούν με τον εχθρό, οι στρατιώτες θα έπρεπε πρώτα να διασχίσουν 300 ως 700 μέτρα στην ουδέτερη ζώνη, η οποία ήταν γεμάτη αγκαθωτά συρματοπλέγματα, νάρκες και κρατήρες μεγάλου βάθους από οβίδες, ενώ προστατευόταν ταυτόχρονα από πολυβόλα και το πυροβολικό.
Η περιοχή που επιλέχτηκε για την επίθεση βρισκόταν κοντά στον ποταμό Σομ και σε αυτή συμμετείχαν βρετανικές και αυτοκρατορικές δυνάμεις, υπό τον στρατηγό και μετέπειτα αρχιστράτηγο Ντάγκλας Χέιγκ, καθώς και γαλλικές δυνάμεις με διοικητή τον Γάλλο ομόλογό του, στρατηγό και μετέπειτα αρχιστράτηγο Ζοζέφ Ζοφρ.
Οι δύο διοικήσεις διαφωνούσαν για τον χρόνο της επίθεσης.
Οι Γάλλοι, που βρίσκονταν υπό πίεση λόγω της μεγάλης γερμανικής επίθεσης στο οχυρό του Βερντέν στη Λορένη, ήθελαν να ξεκινήσουν την επίθεση τον Ιούνιο, αλλά ο Χέιγκ ζητούσε περισσότερο χρόνο για να εκπαιδεύσει τα στρατεύματα του που είχαν μόλις καταφτάσει από την Αγγλία και τις αποικίες, καθώς επίσης και για να φέρει κι άλλο βαρύ πυροβολικό με το οποίο θα σφυροκοπούσε τις ισχυρά οχυρωμένες γερμανικές γραμμές.
Στο τέλος, και μετά από μια έντονη λογομαχία κατά την οποία οι δύο στρατηγοί θα κόντεψαν να πιαστούν στα χέρια, συμβιβάστηκαν να ξεκινήσουν την 1η Ιουλίου 1916.
Το μέτωπο της μάχης μοιράστηκε: Οι Γερμανοί, που παρέμεναν στις θέσεις τους από το 1912, είχαν κατασκευάσει εξαιρετικές αμυντικές οχυρώσεις, με υπόγεια καταφύγια βάθους 10 μέτρων που δεν κινδύνευαν από το πυροβολικό και με εκτεταμένο δίκτυο χαρακωμάτων, το οποίο προστατευόταν από χιλιόμετρα αγκαθωτού συρματοπλέγματος, βαρύ πυροβολικό και πολυβολεία.
Είχαν επίσης το πλεονέκτημα του μεγαλύτερου υψόμετρου. Εξαιτίας αυτού, είχαν καλύτερο πεδίο βολής, ενώ η αποστολή των επιτιθέμενων ήταν ένας κυριολεκτικά ανηφορικός αγώνας.
Το «παμπόνηρο σχέδιο» του Χέιγκ ήταν να δημιουργήσει το πεζικό ένα ρήγμα στις γερμανικές γραμμές που θα επέτρεπε στο ιππικό του να περάσει μέσα από αυτές με μεγάλη ταχύτητα, κυνηγώντας τους οπισθοχωρούντες Γερμανούς, προφανώς μέχρι τη Γερμανία.
Όπως συνηθιζόταν πλέον πριν από κάθε σημαντική εμπλοκή, προηγήθηκε ένα μπαράζ του πυροβολικού διάρκειας μιας εβδομάδας, που είχε στόχο να προκαλέσει «σοκ και δέος», καθαρίζοντας ταυτόχρονα την ουδέτερη ζώνη από τα συρματοπλέγματα και καταστρέφοντας τις προωθημένες θέσεις των Γερμανών.
Οι Βρετανοί δεν είχαν αρκετά βαριά όπλα ή οβίδες που θα μπορούσαν να πλήξουν τα βαθιά γερμανικά καταφύγια, ενώ οι πρωτάρηδες Βρετανοί πυροβολητές δεν κατάφεραν να καθαρίσουν ούτε τα συρματοπλέγματα.
Όταν σήμανε η ώρα μηδέν, οι Βρετανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τα χαρακώματά τους φορτωμένοι με σακίδια βάρους 30 κιλών που τους επέτρεπαν απλώς να περπατούν με σταθερό ρυθμό. Εμφανίστηκαν παρατεταγμένοι σε στοίχους, παρελαύνοντας ο ένας δίπλα στον άλλον.
Οι Γερμανοί, που είχαν γλιτώσει από τις οβίδες μέσα στα ορύγματά τους χωρίς πολλές απώλειες, βγήκα έξω για να επανδρώσουν τα πολυβολεία και το πυροβολικό τους.
Έτσι οι Βρετανοί στρατιώτες, περπατώντας στον ανώμαλο, λασπώδες έδαφος χωρίς κάλυψη για 300 έως 700 μέτρα μέσα στην ουδέτερη ζώνη, με τα βαριά σακίδια στην πλάτη και μπλεγμένοι στα αγκαθωτά συρματοπλέγματα που είχαν μπερδευτεί ακόμα πιο πολύ από τον βομβαρδισμό, εξολοθρεύτηκαν.
Η 1η Ιουλίου 1916 έχει μείνει στην ιστορία ως η πιο ακριβοπληρωμένη εμπλοκή τω βρετανικών ενόπλων δυνάμεων, επισκιάζοντας τις αρκετές χιλιάδες απώλειες των Συμμάχων στους πολέμους ατού του αιώνα, σε Ιράκ και Αφγανιστάν.
Την πρώτη μέρα της μάχης, οι απώλειες της Βρετανίας και της αυτοκρατορίας ήταν 57.470 άντρες – 21.391 νεκροί και αγνοούμενοι, 35.493 τραυματίες, και 585 αιχμάλωτοι.
Όταν ενημερώθηκε πρώτη φορά για τα νούμερα, που υπολείπονταν των πραγματικών κατά 17.470 άτομα, ο Χέιγκ φέρεται να είπε:
«Αυτές οι απώλειες δεν μπορούν να θεωρηθούν σοβαρές αν λάβουμε υπόψη τον αριθμό των εμπλεκομένων και το μήκος του μετώπου της επίθεσης».
Παρά τον τεράστιο αριθμό θυμάτων, οι Bρετανοί δεν επέλεξαν να τιμωρήσουν τον Χέιγκ, πόσο μάλλον να τον αποστρατεύσουν.
Αντιθέτως, τον προήγαγαν έναν χρόνο αργότερα στον υψηλότερο βαθμό του βρετανικού στρατού, αυτόν του αρχιστράτηγου.
Η μάχη του Σομ έμελλε να συνεχιστεί για άλλους 4,5 βασανιστικούς, αιματηρούς μήνες με τις δύο πλευρές καθηλωμένες.
Οι απώλειες άγγιξαν το 1.000.000 με κέρδος την κατάληψη γερμανικών περιοχών που έφταναν μετά βίας τα 11 χιλιόμετρα.
Δυστυχώς, η μάχη του Σομ ήταν μόνο μία από τις πιο αιματηρές εμπλοκές ενός ολέθρια δολοφονικού πολέμου, κατά τον οποίο έχασαν τη ζωή τους 7.761.863 στρατιώτες στο Δυτικό Μέτωπο από το 1914 έως το 1918.
Πηγή: «Οι Μεγαλύτερες Καταστροφές της Ιστορίας» – Εκδόσεις: Κλειδάριθμος