Πριν ο Βίκτωρ Ουγκώ να συνδεθεί άρρηκτα με το διασημότερο έργο του, τους «Άθλιους», το 1862, ήταν γνωστός στο Παρίσι για τις επαναστατικές του ιδέες.
Μόνο που η δική του επανάσταση δεν εστίαζε τόσο στην πολιτική, αλλά στην τέχνη.
Το 1827, όταν ανέβασε το θεατρικό του έργο, «Κρόμγουελ», που αναφερόταν στον εμφύλιο πόλεμο της Αγγλίας, έκανε μία εισαγωγή που ενέπνευσε τους νέους .
Ζητούσε ελευθερία από τους αυστηρούς κανόνες των Κλασικιστών, δημιουργία χωρίς όρια και ανατροπή του καλλιτεχνικού κατεστημένου.
Για τη νέα γενιά των Γάλλων καλλιτεχνών, ο Ουγκώ έγινε το σύμβολο του ρεύματος του «ρομαντισμού», που είχε αρχίσει να σχηματίζεται.
Με τον όρο «ρομαντισμό» περιγράφεται το καλλιτεχνικό κίνημα του 19ου αιώνα, που αποζητούσε την επιστροφή στο παρελθόν, την απλότητα, τη φύση και την αγνότητα.
Πήγαινε ενάντια στους αυστηρούς κανόνες του κλασικισμού, του ρεύματος που κυριαρχούσε μέχρι τότε και απαιτούσε εμμονή στα αρχαιοελληνικά ιδεώδη και σχεδόν ομοιόμορφη απεικόνιση του κόσμου και των ιδεών.
Οι ρομαντικοί καλλιτέχνες και συγγραφείς έψαχναν κάτι ιδεατό, που ξεπερνούσε την καθημερινότητα, αλλά ταυτόχρονα παρουσίαζαν τον απλό λαό ως το απόλυτο ρομαντικό ιδεώδες.
Τα έργα τους, είτε ζωγραφικά είτε λογοτεχνικά, ήταν συναισθηματικά φορτισμένα, πολύ συχνά είχαν αναφορές σε μαγεία, μυστικισμό, αλλά ήταν και έντονα επηρεασμένα απ’ το υπερβατικό στοιχείο της θρησκείας.
Οι «επαναστάτες» ρομαντικοί απαρτίζονταν κυρίως από νεαρά άτομα, με μεγαλόπνοα σχέδια και ελπίδα για το μέλλον.
Πολλοί προέρχονταν από τις μεσαίες τάξεις, τη λεγόμενη «μπουρζουαζία», αλλά αδιαφορούσαν για την ασφάλεια που τους παρείχαν οι σταθερές δουλειές και ο καθωσπρεπισμός. Ήταν οι νέοι που επαναστατούσαν και ήθελαν να διαταράξουν την ηρεμία των κλασικιστών.
Το διαφημιστικό τρυκ στο θέατρο και η Μάχη του Ερνάνη ανάμεσα σε συντηρητικούς και νεαρούς ρομαντικούς
Οι Ρομαντικοί βρήκαν τον ηγέτη τους στο πρόσωπο του Βίκτωρα Ουγκώ και στις 25 Φεβρουαρίου του 1830, όταν ο συγγραφέας χρειάστηκε τη βοήθεια τους, έτρεξαν όλοι να του την προσφέρουν. Ο Ουγκώ ετοιμαζόταν να ανεβάσει στο θέατρο το καινούριο του έργο, με τίτλο «Ερνάνης».
Για ακόμα μία φορά, προκάλεσε αντιδράσεις με το περιεχόμενο και υπήρχε σοβαρός κίνδυνος ότι οι λογοκριτές θα απαγόρευαν την παράσταση, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν.
Για να το αποφύγει, σκαρφίστηκε ολόκληρο σχέδιο.
Συγκέντρωσε τους «ρομαντικούς», δηλαδή τους νέους καλλιτέχνες και λογοτέχνες που τον είχαν «θεοποιήσει» και τους έδωσε τα κόκκινα χαρτιά, που λειτουργούσαν ως εισιτήρια για δωρεάν είσοδο. Κάλεσε δεκάδες, έτσι ώστε να γεμίσει το θέατρο και να φανεί ότι η πρεμιέρα του «Ερνάνη» ήταν τεράστια επιτυχία.
Αυτό ήταν όμως μόνο το πρώτο μέρος του σχεδίου.
Για το δεύτερο μέρος, επιφύλασσε ένα «διαφημιστικό τρικ», που θα ζήλευαν πολλοί σύγχρονοι ειδικοί του marketing.
Ζήτησε από τους δεκάδες φασαριόζικους ακολούθους του να πάνε στο θέατρο από τις 3 το μεσημέρι, δηλαδή τέσσερις ώρες πριν από την έναρξη της παράστασης, με σκοπό να προκαλέσουν τη «συντηρητική μπουρζουαζία».
Αυτοί έφτασαν έξω από το Comedie-Francaise, μέρα μεσημέρι, ντυμένοι με τα πιο εκκεντρικά ρούχα που μπορούν να βρουν.
Ο Ουγκώ περιέγραψε τις φορεσιές: «Άγριοι, ευφάνταστοι χαρακτήρες. Μουσάτοι, μακρυμάλληδες. Φορούσαν τα πάντα, εκτός από ότι φοριόταν εκείνη την εποχή. Με κοντές ζακέτες, ισπανικούς μανδύες, γιλέκα σαν του Ροβεσπιέρου, καπέλα σαν του Ερρίκου Β’. Κι όλα αυτά μες στη μέση του Παρισιού, το καταμεσήμερο».
Οι νεαροί «ρομαντικοί» μπήκαν στο θέατρο και περίμεναν τέσσερις ώρες, προκαλώντας χάος στην αίθουσα. Έπιναν, έτρωγαν και γλεντούσαν με την ψυχή τους. Όταν πήγε η ώρα εφτά και άρχισαν να καταφτάνουν οι «καθωσπρέπει» θεατές, σοκαρίστηκαν από αυτό που αντίκρισαν.
Έκατσαν στις θέσεις τους, αλλά διαμαρτύρονταν φωναχτά για τη φασαρία και τη βρωμιά που επικρατούσε.
Οι πρώτες διαμάχες ξεκίνησαν πριν αρχίσει η παράσταση, εντάθηκαν κατά τη διάρκεια και στο τέλος, επηρεασμένοι κιόλας απ’ το προκλητικό έργο, οι θεατές πιάστηκαν στα χέρια.
Είναι άγνωστο αν υπήρξαν θύματα ή πώς έληξαν τα επεισόδια, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι το σχέδιο του Ουγκώ στέφθηκε με επιτυχία και το θεατρικό του έγινε μία τεράστια επιτυχία.
Όλο το Παρίσι μιλούσε για αυτό, αλλά για την ιστορική «μάχη» μεταξύ των εκπροσώπων του ρομαντισμού, της νέας γενιάς και των κλασικιστών, της συντηρητικής μέσης τάξης.
Ξεκάθαροι νικητές βγήκαν οι «ρομαντικοί», οι οποίοι μερικές δεκαετίες αργότερα θα απάρτιζαν τους θρυλικούς «μποέμ» του Παρισιού, που μέχρι σήμερα ασκούν τρομερή γοητεία στον κόσμο.