Αν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης θεωρείται δικαίως ως ο αρχιστράτηγος του Αγώνα, τότε ο Ανδρέας Μιαούλης δικαιούται τον τίτλο του ναυάρχου του 1821. Κατά την πιο πιθανή εκδοχή γεννήθηκε στην Ύδρα στις 20 Μαΐου 1769. Ήταν γιος του εμποροπλοιάρχου Δημήτριου Βώκου.
Σε ηλικία μόλις 15 ετών ο Ανδρέας συμμετείχε στα ταξίδια του πατέρα του και δεν άργησε να διακριθεί.
Η μετονομασία του σε Μιαούλης δεν είναι εξακριβωμένο πως έγινε. Κατά μια εκδοχή αυτό συνέβη όταν αγόρασε στη Χίο τουρκικό πλοίο που ονομαζόταν «Μιαούλ», ενώ κατά μια άλλη, από το παράγγελμα του προς τους κωπηλάτες «μια ούλοι».
Ήδη, από το 1795 είχε αποκτήσει σημαντική περιουσία από τις εμπορικές του επιχειρήσεις. Ο πατέρας του βλέποντας την τόλμη που τον διέκρινε στα ριψοκίνδυνα ταξίδια της εποχής τον αποκαλούσε Λάμπρο, παρομοιάζοντας τον με τον Λάμπρο Κατσώνη.
Το 1802 αγόρασε στη Βενετία ένα μεγάλο πλοίο με το οποίο επιδόθηκε στη διάσπαση των βρετανικών αποκλεισμών κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους. Μια φορά μάλιστα συνελήφθη και όταν μεταφέρθηκε μπροστά στον ναύαρχο Νέλσων, αφέθηκε ελεύθερος λόγω της ειλικρινούς του απάντησης.
Λίγο καιρό μετά καταδιώχτηκε από μια τουρκική κορβέτα επειδή, παρά τις αυστηρές απαγορεύσεις, είχε φορτώσει σιτάρι από τη Σμύρνη.
Το πλοίο, όμως, ναυάγησε, ανοικτά της Ισπανίας. Αμέσως ο Μιαούλης μετέβη στη Γένοβα, όπου αγόρασε άλλο και συνέχισε τις επικερδείς δραστηριότητές του. Το 1807 κατάφερε να αποτρέψει αλβανική εισβολή στην Ύδρα.
Το 1811 ενεπλάκη σε ολοήμερη ναυμαχία με γαλλική κορβέτα και επωφεληθείς του ερχομού της νύχτας κατάφερε να ξεφύγει.
Μετά την πτώση του Ναπολέοντα (1815) τα κέρδη από τα ταξίδια μειώθηκαν αισθητά οπότε το 1816 ο Μιαούλης σταμάτησε να ταξιδεύει και εγκαταστάθηκε στην γενέτειρά του, ασχολούμενος πάντα με το εμπόριο.
Με την έκρηξη της Επανάστασης την ηγεσία του υδραϊκού στόλου ανέλαβε ο Ιάκωβος Τομπάζης. Από τις αρχές όμως του 1822 αρχηγός αναδείχθηκε ο Μιαούλης.
Στις 20 Φεβρουαρίου επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στον οθωμανικό στόλο στο λιμάνι της Πάτρας και τον καταδίωξε ως τη Ζάκυνθο. Λίγο αργότερα παραστάθηκε μαζί με τους στόλους των δύο άλλων ναυτικών νησιών, στην πυρπόληση της ναυαρχίδας του Καρά Αλή, καταστροφέα της Χίου, από τον Κωνσταντίνο Κανάρη. Στις 7 Σεπτεμβρίου συμμετείχε στη ναυμαχία του Αργολικού κόλπου, όπου ο οθωμανικός στόλος απέτυχε να ανεφοδιάζει το πολιορκημένο Ναύπλιο.
Στις 15 Ιουλίου 1824 επιτέθηκε στην τουρκική φρουρά των κατεστραμμένων Ψαρών και την κατέσφαξε.
Η κορύφωση των επιτυχιών σημειώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου όταν, ως αρχηγός των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, καταναυμάχησε τον οθωμανικό στόλο στην περίφημη ναυμαχία του Γέροντα.
Το 1825 κατέκαψε με μοίρα πυρπολικών, στο λιμάνι της Μεθώνης, 23 αιγυπτιακά σκάφη και μια αποθήκη πολεμοφοδίων, ενώ λίγες ημέρες αργότερα προσέβαλε τον αιγυπτιακό στόλο στη Σούδα και κατέστρεψε ένα πλοίο του.
Κατά τη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου ανεφοδίασε κατ΄ επανάληψη την ηρωική πόλη και έπραξε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Το 1827 δέχτηκε να παραχωρήσει τη θέση του αρχηγού των επαναστατικών ναυτικών δυνάμεων στον Άγγλο ναύαρχο Τόμας Κόχραν, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στην υπηρεσία του Αγώνα με το βαθμό του πλοιάρχου.
Μετά την αποχώρηση του Κόχραν ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του ανέθεσε την εκκαθάριση του Αιγαίου από τους πειρατές την οποία έφερε εις πέρας με πλήρη επιτυχία.
Το 1831, όμως, συντάχθηκε με την αντικαποδιστριακή πλευρά και αφού τη νύχτα της 26ης\27ης Ιουλίου κατέλαβε τον Ναύσταθμο του Πόρου, ανατίναξε την 1η Αυγούστου τη φρεγάτα «Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».
Τα πλοία που με τόσα έξοδα και κόπους είχαν αποκτηθεί για να πολεμήσουν Τούρκους και φυσικά η Ελλάδα τα χρωστούσε.
Ήταν μια ιδιαίτερα μελανή σελίδα στην ένδοξη ιστορία του θαλασσομάχου του 1821.
Το 1832 διορίστηκε Αρχηγός του Γενικού Διευθυντηρίου του Στόλου και γενικός επιθεωρητής του.
Το 1834 έγινε σύμβουλος επικρατείας και τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Σωτήρα.
Μετά από λίγο καιρό, όμως, προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε (11 Ιουνίου 1835).
Η ταφή του έγινε στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, δίπλα στον τάφο του Θεμιστοκλή.
Η καρδιά του ταριχεύτηκε και μεταφέρθηκε στο Υπουργείο Ναυτικών.
Σήμερα φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας.
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός