Τις απόκριες του 1973 ο Νίκος Κοεμτζής μαχαίρωσε θανάσιμα τρεις θαμώνες νυχτερινού κέντρου και τραυμάτισε άλλους επτά. Αφορμή ήταν μια παραγγελιά, που δεν τηρήθηκε και η παθολογική αγάπη του Νίκου Κοεμτζή για τον μικρότερο αδερφό του, Δημοσθένη. Το μακελειό συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Το γεγονός ότι δύο από τα θύματα ήταν αστυνομικοί στα χρόνια της παντοδυναμίας της χούντας, δημιούργησε ειδικό ενδιαφέρον στην υπόθεση.
Ο Κοεμτζής ισχυρίστηκε ότι ήταν θύμα της αστυνομικής αυθαιρεσίας, ειδικά όταν αρνήθηκε να γίνει πληροφοριοδότης της.
Η αστυνομία από την πλευρά της θεώρησε θέμα τιμής τη σύλληψή του, καθώς δύο από τα τρία θύματα ήταν συνάδελφοί τους.
Ο Κοεμτζής σύντομα εντοπίστηκε, αλλά επειδή προέβαλε αντίσταση τραυματίστηκε.
Η δίκη που ακολούθησε ήταν συγκλονιστική και οι καταθέσεις των μαρτύρων συνταρακτικές.
Η κοινωνία στο σύνολό της πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει τον Κοεμτζή που στέρησε τρεις ανθρώπινες ζωές για μία παραγγελιά σε νυχτερινό κέντρο.
Ο ίδιος πάντοτε προσπαθούσε να απολογηθεί δηλώνοντας ότι τον τύφλωσε το πάθος της στιγμής, η εικόνα του ματωμένου αδερφού του και η κατάσταση μέθης στην οποία είχε περιέλθει.
Το δικαστήριο τον καταδίκασε τρις εις θάνατο για το έγκλημά του. Ωστόσο η καταδίκη του μετατράπηκε σε ισόβια, λόγω της κατάργησης της θανατικής ποινής.
Δείτε στο βίντεο της «Μηχανής του Χρόνου» ποια ήταν η σχέση του Κοεμτζή με την αστυνομία.
Ο ίδιος επέμενε ότι οι αρχές είχαν προσπαθήσει να τον κάνουν «ρουφιάνο» και πως έτρεφε μίσος εναντίον των αστυνομικών επειδή τον είχαν κακομεταχειριστεί στο παρελθόν. Επίσης έλεγε ότι τον κυνηγούσε η χούντα, ενώ στην απολογία του περιέγραψε τα δύσκολα παιδικά του χρόνια κατά τη διάρκεια της Κατοχής.