Στη φεουδαρχική Ιαπωνία του 17ου και 18ου αιώνα υπήρχε μία κοινωνική τάξη που ήταν γνωστή ως «eta».
Στα ιαπωνικά, «eta» σήμαινε «άφθονη βρωμιά» και έτσι ήταν γνωστοί όσοι άνθρωποι ασχολούνταν με τον θάνατο και συναφή επαγγέλματα, όπως οι δήμιοι, οι χασάπηδες, ακόμα και βυρσοδέψες, που επεξεργάζονταν το δέρμα νεκρών ζώων.
Στην ίδια κάστα συγκαταλέγονταν και όσοι εργάζονταν με ακαθαρσίες, όπως οι καθαριστές.
Οι eta ζούσαν μόνοι τους, απομακρυσμένοι απ’ την υπόλοιπη κοινωνία, σε μικρά χωριά, τα λεγόμενα buraku.
Απαγορευόταν να τους αγγίξει, οποιος ανήκε σε ανώτερη τάξη και όποτε περνούσε κάποιος μπροστά τους, έπρεπε να κατεβάζουν το κεφάλι τους από σεβασμό.
Φορούσαν ειδικές φορεσιές που τους ξεχώριζαν από την υπόλοιπη κοινωνία και οι Σαμουράι μπορούσαν να τους σκοτώσουν, ακόμα και για ασήμαντες παρανομίες.
Το 1859 ακούστηκε σε ένα ιαπωνικό δικαστήριο πως ένας άνθρωπος που καταγόταν από τους «eta», άξιζε όσο το 1/7 ενός κανονικού ανθρώπου.
Δεν επιτρεπόταν να καλλιεργούν γη, αλλά επειδή συνήθως είχαν το μονοπώλιο στα «βρώμικα» επαγγέλματα που ασκούσαν, πολλοί γίνονταν εύποροι.
Μερικοί κατάφεραν να αλλάξουν κάστα μετά από ένα καλό γάμο, εξαγοράζοντας μία νύφη αριστοκρατικής καταγωγής, με τεράστια χρηματικά ποσά.
Βέβαια η «βρώμική» καταγωγή τους έπρεπε να μείνει κρυφή πάση θυσία.
Εξαιτίας των μειωμένων δικαιωμάτων τους, πολλοί «eta» στράφηκαν προς την παρανομία. Ακόμη και σήμερα λένε ότι οι απόγονοί τους αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό της ιαπωνικής μαφίας.
Το έγκλημα, δεν έκανε διακρίσεις.
Οι «ανέγγιχτοι» της Ιαπωνίας
Οι ιαπωνικές «κάστες» καταργήθηκαν επισήμως το 1871, αλλά όπως ήταν φυσικό, το κοινωνικό στίγμα δεν εξαλείφθηκε αμέσως.
Οι «eta» πλέον αποκαλούνταν «burakumin», δηλαδή χωριάτες, και αντιμετωπίζονταν ως άξεστοι και αμόρφωτοι.
Οι γονείς αρνούνταν να παντρέψουν τα παιδιά τους με κάποιον που καταγόταν από τους «eta» και οι εταιρείες δεν τους προσλάμβαναν.
Σταδιακά, το κοινωνικό στίγμα υποχώρησε, κυρίως επειδή οι «burakamin» συγκεντρώθηκαν σε νέες περιοχές στα δυτικά και βόρεια της Ιαπωνίας, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της υπόλοιπης χώρας να χάσουν κάθε επαφή μαζί τους.
Πρόσφατες έρευνες έδειξαν, ότι οι κάτοικοι της ανατολικής Ιαπωνίας, ξαφνιάζονταν όταν άκουγαν ότι υπήρχε ακόμα κοινωνική προκατάληψη. Για αυτό ευθυνόταν και η ιαπωνική κυβέρνηση, καθώς θεωρούσε ότι η σιωπή ήταν η καλύτερη αντιμετώπιση του προβλήματος. Αν ο γονιός δεν ήξερε ότι ο μελλοντικός γαμπρός του καταγόταν από τους burakamin, δεν θα τον αντιμετώπιζε διαφορετικά. Το ίδιο θα ίσχυε και για τους εργοδότες.
Αυτή τη φαινομενική ηρεμία ήρθε να διαταράξει το 1970, ένα βιβλίο 330 σελίδων, αγνώστου συγγραφέα, που περιείχε πληροφορίες για όλους του Ιάπωνες που καταγόταν από την «βρώμικη» κάστα.
Το βιβλίο πωλήθηκε κρυφά σε μεγάλες εταιρείες, καθώς και σε διάφορες οικογένειες, που ήθελαν να ερευνήσουν τους γαμπρούς ή τις νύφες τους. Η ιστορία επαναλήφθηκε το 2009, όταν το Google Earth δημιούργησε ένα χάρτη που έδειχνε που βρίσκονταν τα χωριά των eta κατά τη φεουδαρχία.
Ο αριθμός των burakamin που ζουν στην Ιαπωνία κυμαίνεται από 1 μέχρι 3 εκατομμύρια, αλλά δεν υπάρχουν έγκυρες έρευνες.
Αν και υπάρχουν ακόμα Ιάπωνες που παραδέχονται ότι θα απέφευγαν να συναναστραφούν με κάποιον burakumin, η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά από το 19ο αιώνα.
Νομικά αντιμετωπίζονται όπως οποιοσδήποτε άλλος Ιάπωνας και έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα.
Απαγορεύεται οι εταιρείες να χρησιμοποιήσουν την καταγωγή τους ως αιτία απόλυσης και από το 1960, η κυβέρνηση είχε επενδύσει μεγάλα χρηματικά ποσά για να βελτιώσει τις περιοχές που κατοικούσαν.
Μεγάλο μέρος των μεταρρυθμίσεων οφείλεται στην ακούραστη δουλειά του οργανισμού «Burakumin Liberation League», που αγωνίζεται για την εξάλειψη των κοινωνικών διαφορών.
Πλέον, το 70% των Ιαπώνων δηλώνουν ότι δεν θα φέρονταν διαφορετικά στον γείτονά τους, αν μάθαιναν ότι καταγόταν από τους burakamin, ούτε θα απαγόρευαν στο παιδί τους να τον παντρευτεί.
Σε πολλά σχολεία, κυρίως δημοτικά, οι μαθητές ζωγραφίζουν και γράφουν ευχαριστήριες κάρτες προς τους χασάπηδες, τους οδοκαθαριστές και άλλους «burakumin» επαγγελματίες, έτσι ώστε να σταδιακά να εξαλειφθεί το κοινωνικό στίγμα που τους ακολουθεί.