Τα αίτια του Ελληνοϊταλικού πολέμου δεν περιορίζονται μόνο στην επεκτατική πολιτική του Μπενίτο Μουσολίνι και στα χιμαιρικά σχέδια του περί ανασύστασης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα πρώτα σπέρματα της ελληνοϊταλικής διαμάχης εντοπίζονται στις αρχές του περασμένου αιώνα όταν η «νεαρή» ακόμη Ιταλία άρχισε να διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις.
Μετά την ενοποίησή της, η Ιταλία (1871) προσπάθησε να ενισχυθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται υπολογίσιμη ευρωπαϊκή δύναμη. Το πρώτο βήμα για τη νεοφώτιστη Ιταλία ήταν η απόκτηση αποικιών.
Η «πρεμιέρα» της ήταν απογοητευτική αλλά δεν πτοήθηκε. Μετά την αποτυχία κατάληψης της Τύνιδας και της Αιθιοπίας, το 1911, με πρόσχημα την κακή τουρκική διοίκηση, κατέλαβε την Τριπολίτιδα και το επόμενο έτος τα Δωδεκάνησα, τα οποία κράτησε ως εγγύηση για την κατοχή της πρώτης.
Η κατάληψη των Δωδεκανήσων δημιούργησε πρόσθετα προβλήματα στην Ελλάδα, η οποία έβλεπε πλέον πως, πέρα από τη σουλτανική Τουρκία, έπρεπε να αντιμετωπίσει και τις βλέψεις της Ιταλίας.
Αλλά η πρώτη ανθελληνική ενέργεια της γειτονικής χώρας εντοπίζεται 34 χρόνια πριν, όταν στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878), οι Ιταλοί παρασκηνιακά συνέργησαν στον περιορισμό των ελληνικών συνόρων στον Άραχθο.
Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο (1912-13), όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τη Βόρεια Ήπειρο, η Ιταλία ανέκοψε με τελεσίγραφο την προέλασή του προς τον Αυλώνα. Στη συνέχεια, σε αγαστή συνεργασία με την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία επιδίωξε την απομάκρυνση των ελληνικών δυνάμεων από την περιοχή.
Στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου (Μάιος 1913) και κατά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας (Δεκέμβριος 1913) η Ιταλία εργάστηκε πυρετωδώς για να επιδώσει, όσο το δυνατόν, πιο εκτεταμένα σύνορα στο νεότευκτο αλβανικό κράτος.
Οι λόγοι ήταν προφανείς. Η «νεαρή» Αλβανία γρήγορα θα προσδενόταν στο ιταλικό άρμα. Μέσω αυτής, η «αυτοκρατορική» Ιταλία πραγματοποιούσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την εξασφάλιση επιρροής στη Βαλκανική χερσόνησο.
Επιπλέον, η δημιουργία της Αλβανίας ήταν απαραίτητη για να αποκόψει τη διέξοδο της Σερβίας προς την Αδριατική και τη διεύρυνση της Ελλάδας προς τον Βορρά.
Η περιοχή έπρεπε να μετατραπεί σε ιταλική «λίμνη» και οι δύο προαναφερόμενες υπολογίσιμες βαλκανικές δυνάμεις ήταν αναγκαίο να κρατηθούν όσο το δυνατόν πιο μακριά.
Στη συνδιάσκεψη του Βουκουρεστίου (Ιούλιος 1913), η Ιταλία τάχθηκε εναντίον της Ελλάδας σε όλα τα θέματα, τα οποία έθεσε ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος σε μια προσπάθειά του να αξιοποιήσει τη νίκη της χώρας του στους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τον «τυχοδιώκτη» της Ευρώπης να ικανοποιήσει τους εθνικούς του πόθους. Απαίτησε και εξασφάλισε σπουδαία ανταλλάγματα από την Τριπλή Συνεννόηση (Entente) για να πολεμήσει στο πλευρό της, αν και συνδεόταν με συνθήκες με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Απρίλιος 1915) ικανοποιήθηκε ως προς τις απαιτήσεις της στην Αδριατική και στη Μικρά Ασία, γεγονός το οποίο ερχόταν φυσικά σε αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Ιταλία κατέστησε (Ιούνιος 1917) την αδύναμη Αλβανία προτεκτοράτο της (μάλιστα επωφελήθηκε από την ανώμαλη, εκείνη τη στιγμή, κατάσταση στην Ελλάδα, λόγω του Εθνικού Διχασμού, και κατέλαβε, προσωρινά έστω, τα Ιωάννινα) και διεύρυνε τις διεκδικήσεις της στη Μικρά Ασία.
Η συμμετοχή όμως της Ελλάδας, επίσης στο πλευρό της Συνεννόησης, τη δυσαρέστησε ιδιαίτερα. Ο «σύμμαχός» της αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο στις βλέψεις της όχι μόνο στη Βαλκανική και τα Δωδεκάνησα, αλλά και στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου υπήρχαν πυκνοί ελληνικοί πληθυσμοί.
Μετά το τέλος του πολέμου, η Ιταλία παρουσιάστηκε με υπερβολικές εδαφικές και άλλες απαιτήσεις, αντιστρόφως ανάλογες προς την προσφορά της στον πόλεμο.
Η διάλυση της Αυστροουγγρικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποτελούσε μια μοναδική ευκαιρία, η οποία δεν έπρεπε να χαθεί για κανέναν λόγο.
Πέρα από τις υπέρογκες χρηματικές αποζημιώσεις που απαίτησε από τους ηττημένους, επεδίωξε κατοχύρωση της θέσης της στη βόρεια Αφρική, τα Δωδεκάνησα και επέκταση στα παράλια της Αδριατικής και της Μικράς Ασίας. Αυτές τις διεκδικήσεις οι Ιταλοί τις στήριζαν στις προηγηθείσες μυστικές συμφωνίες με τη Βρετανία και τη Γαλλία, σε μια προσπάθεια των δύο τελευταίων να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή της στον πόλεμο.
Στις 10 Αυγούστου 1920 ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέγραφε τη Συνθήκη των Σεβρών, δίνοντας σάρκα και οστά στο όνειρο της Μεγάλης Ελλάδας. Η Ιταλία απέδιδε στη συνθήκη χαρακτήρα διπλωματικής νίκης της Βρετανίας, της οποίας ο Ελληνικός Στρατός, που προωθήθηκε στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, εξυπηρετούσε τα συμφέροντα στη Μέση Ανατολή.
Τα γεγονότα του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου 1920 στην Ελλάδα (απρόοπτος θάνατος βασιλιά Αλεξάνδρου, μη αναμενόμενη εκλογική ήττα του Βενιζέλου, θριαμβευτική επάνοδος βασιλιά Κωνσταντίνου) έμελλε να παράσχουν σε αυτήν εύσχημη πρόφαση, για να πάψει να θεωρεί την Ελλάδα φίλη και σύμμαχο.
Τον Μάρτιο του 1921 ο κόμης Σφόρτζα υπέγραψε με τον εκπρόσωπο του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος, Μπεκήρ Σαμή, συμφωνία, η οποία παρείχε στην Ιταλία μεγάλα οφέλη οικονομικής φύσης.
Σε αντιστάθμισμα, η κυβέρνηση της Ρώμης αναλάμβανε την υποχρέωση να υποστηρίξει τις, κατά των Ελλήνων, τουρκικές αξιώσεις και να ανακαλέσει τα στρατεύματά της από την περιοχή της Αττάλειας. Μολονότι η Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας αρνήθηκε να επικυρώσει αυτήν τη σύμβαση, το γεγονός ότι η Ιταλία ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τους κεμαλικούς ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο για τους Έλληνες.
Παρά τη γενναιοδωρία των Συμμάχων απέναντι στην Ιταλία, τα κέρδη (ιδιαίτερα οι εδαφικές ρυθμίσεις με την Αυστρία και τη Σερβία) θεωρήθηκαν πολύ μικρά και οι ευθύνες βάρυναν τους πολιτικούς, τους οποίους σχεδόν σύσσωμος ο Τύπος κατηγορούσε για ανικανότητα και εθνική μειοδοσία.
Εκτός από αυτό, η χώρα, μετά τον πόλεμο, αντιμετώπισε οξύτατα κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα (αλματώδης αύξηση του πληθυσμού, ανισομερής κατανομή του εθνικού προϊόντος, οικονομική στασιμότητα των νότιων επαρχιών κ.ά.).
Από την κατάσταση αυτή επωφελήθηκε η Κοινοβουλευτική Ένωση (Fascio Parlamentare) και με επικεφαλής τον Μπενίτο Μουσολίνι, κατέλαβε πραξικοπηματικά την εξουσία (Οκτώβριος 1922). Οι πρώτες επιτυχίες της φασιστικής κυβέρνησης στον οικονομικό τομέα δεν στάθηκαν αρκετές ώστε να οδηγήσουν τη χώρα μακριά από το αδιέξοδο. Η απόκτηση αποικιών και η προσπάθεια επέκτασης της ιταλικής επιρροής στη Βαλκανική παρέμειναν οι κυρίαρχοι στόχοι.
Η διαφορά με τις δημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν ότι ο φασισμός προσπάθησε να δώσει και ιδεαλιστικό περιεχόμενο στις ενέργειές του. Υποσχόταν τη δημιουργία εθνικού μεγαλείου και προωθούσε μεγαλεπήβολα επεκτατικά σχέδια τα οποία έφθαναν μέχρι την ανασύσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα αποτελούσε για τον ιταλικό φασισμό ένα μεγάλο εμπόδιο, που έπρεπε να ξεπεραστεί και ο Μουσολίνι πίστευε ότι αυτό δεν ήταν και πολύ δύσκολο…
Νίκος Γιαννόπουλος,
ιστορικός