Όταν έληξε ο εμφύλιος πόλεμος, ο τερματισμός των εχθροπραξιών δεν έκλεισε και τους λογαριασμούς μεταξύ των δύο αντίπαλων πλευρών.
Πολλοί από τους ηττημένους κομμουνιστές που έμειναν στην Ελλάδα αντιμετώπισαν το εκτελεστικό απόσπασμα και ακόμη περισσότεροι βρέθηκαν στην εξορία.
Ανάμεσά τους και χιλιάδες γυναίκες που αγωνίστηκαν με τον δημοκρατικό στρατό.
Τον δρόμο της εξορίας όμως πήραν και πολλές γυναίκες που δεν είχαν συμμετάσχει οι ίδιες στον εμφύλιο, αλλά ο πατέρας, ο αδελφός ή ο αγαπημένος τους ήταν κομμουνιστής.
Όσες αρνήθηκαν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας και να αποκηρύξουν την οικογένεια, τους φίλους ή την ιδεολογία τους βρέθηκαν στα ξερονήσια.
Η Βίλα Λαχτάρα
Τον Απρίλιο του 1949 πάνω από χίλιες εξόριστες μεταφέρθηκαν σε ένα νησάκι που παρά το γνωστό κλισέ, δεν ήταν ξερό αλλά κατάφυτο.
Ήταν το Τρίκερι, νότια του Πηλίου στον Παγασητικό κόλπο.
Μόλις κατέβηκαν από το πλοίο στην έρημη παραλία, κάποιες δεν μπόρεσαν να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους για την εκπληκτική θέα.
Ένας καταπράσινος παράδεισος τις περίμενε και το μαγευτικό τοπίο τις ξεγέλασε.
Το λάτρεψαν μόλις το είδαν, όμως γρήγορα η πραγματικότητα νίκησε τις πρώτες εντυπώσεις.
Οι εξόριστες φορτώθηκαν τον μπόγο με τα λιγοστά υπάρχοντά τους και ανέβηκαν μια ανηφόρα προς ένα στρατόπεδο.
Εκεί θα ήταν το σπίτι τους κι εκεί έδωσαν την πρώτη μάχη για την επιβίωσή τους.
Οι προηγούμενοι ένοικοι, δηλαδή τα ποντίκια που είχαν καταλάβει τις σκηνές και τα ερειπωμένα κτίρια, δεν είχαν σκοπό να αποχωρήσουν εύκολα.
Ο θάλαμος από όπου βγήκαν τα περισσότερα, ήταν προφανώς εκείνος που προκάλεσε τις πιο ηχηρές αντιδράσεις των γυναικών. Αποτέλεσμα να ονομαστεί «Βίλα Λαχτάρα».
Τις πρώτες μέρες κάποιες έχασαν τα αυτιά τους, καθώς οι ποντικοί λάτρευαν να τα δαγκώνουν, αθόρυβα και χωρίς να προκαλούν πόνο, την ώρα που το θύμα τους κοιμόταν.
Οι πρώτες άγριες βροχές την ώρα που στήνονταν οι σκηνές ήταν μια ακόμη ταλαιπωρία για τις εξόριστες και διασκεδαστικό θέαμα για τους χωροφύλακες, που είχαν εντολή να μη βοηθήσουν στο παραμικρό.
Άλλωστε δεν επρόκειτο για απλές κρατούμενες: ήταν ο «μισητός εχθρός του έθνους».
Βασανιστήρια χωρίς σημάδια
Πολλές γυναίκες έφτασαν στην εξορία με τα παιδιά τους.
Γι’ αυτές τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα, καθώς είχαν την αγωνία να μη σημαδευτεί για πάντα η παιδική ψυχή.
Τα βασανιστήρια ήταν και σωματικά και ψυχικά. Στο Τρίκερι συστηματικοί ξυλοδαρμοί δεν υπήρχαν.
Ωστόσο η ταλαιπωρία ήταν στο ημερήσιο πρόγραμμα.
Το μαρτύριο της δίψας ξεκινούσε όταν τους έδιναν για φαγητό ρέγκες κι ύστερα έκοβαν το νερό.
Το ψωμί είχε συχνά ακαθαρσίες ποντικιών ενώ στα όσπρια ήταν συνηθισμένο να βρίσκουν σκουλήκια και άλλα ζουζούνια.
Ευτυχώς η εμπειρία της Κατοχής ήταν πολύτιμη: απέφευγαν την εξάντληση από την πείνα καθαρίζοντας την τροφή όσο καλύτερα μπορούσαν.
Σταδιακά τους έπαιρναν τα ράντζα αναγκάζοντάς τες να κοιμούνται στο βρεγμένο χώμα.
Για τις άρρωστες και τις φυματικές δεν υπήρχαν τα απαιτούμενα φάρμακα και για τις ηλικιωμένες, που μπορεί να είχαν χρόνιες παθήσεις, δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για περίθαλψη.
Το χειρότερο όμως βασανιστήριο ήταν τα γράμματα.
Οι οικογένειες έγραφαν τα νέα τους και ήλπιζαν να μάθουν τα δικά τους από την εξορία.
Δηλαδή μια απλή επιβεβαίωση ότι ήταν καλά.
Δυστυχώς στο Τρίκερι οι γυναίκες σπάνια διάβαζαν την αλληλογραφία τους.
Πολλές είχαν αδέλφια και γονείς στη φυλακή.
Κάποιοι περίμεναν να εκτελεστούν και οι εξόριστες αγωνιούσαν να μάθουν την τύχη τους.
Μάταια.
Η στέρηση της αλληλογραφίας ήταν ένα επιτυχημένο βασανιστήριο: πλήγωνε βαθιά χωρίς να αφήνει σημάδια…