Ο οστρακισμός παρουσιάστηκε ως ένας από τους δημοκρατικούς νεωτερισμούς του Κλεισθένη και η θεσμοθέτησή του τοποθετείται στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα.
Κάθε μέλος έπαιρνε ένα θραύσμα πήλινου αγγείου (όστρακο), πάνω στο οποίο χάραζε το όνομα εκείνου που ήθελε να εξοστρακισθεί.
Εφαρμόστηκε για πρώτη φορά την επόμενη του πρώτου Μηδικού πολέμου, το 488 π.Χ.
Έκτοτε, κάθε χρόνο, κατά τη συνεδρίαση της Εκκλησίας του Δήμου της 6ης πρυτανείας, έθεταν στον συγκεντρωμένο λαό το θέμα του οστρακισμού.
Για την «αποδελτίωση» των ψήφων, έπρεπε να εναποτεθούν στην Αγορά τουλάχιστον 6.000 όστρακα, μέσα σε έναν στρογγυλό περίβολο που ήταν γι’ αυτόν τον σκοπό.
Επομένως έπρεπε να είναι παρόντα τουλάχιστον 6.000 μέλη της Εκκλησίας του Δήμου, αριθμός που αντιστοιχούσε στο ¼ μέχρι και το 1/8 του εκλογικού σώματος της εποχής.
Κάτι τέτοιο απέκλειε την πιθανότητα να ληφθεί οποιαδήποτε μη αντιπροσωπευτική απόφαση, από μία ασήμαντη μειονότητα των πολιτών.
Το ερώτημα ετίθετο σε μία συγκεκριμένη ημερομηνία, πάντα την ίδια, έτσι ώστε να είναι όλοι προετοιμασμένοι και να έχουν κρίνει αν είναι υπέρ ή κατά.
Με την ολοκλήρωση της ψηφοφορίας, οι άρχοντες μετρούσαν τα όστρακα. Αν ήταν λιγότερα από 6.000, δεν εξοριζόταν κανείς.
Η διαδικασία ήταν μελετημένη ώστε το πλήθος να μην ενεργεί με βιασύνη ή υπό την επήρεια ενός ξαφνικού θυμού.
Κατά κανόνα, δεν υπήρχε αιφνιδιαστικός οστρακισμός.
Η μοίρα του εξοστρακισμένου
Ο εξοστρακισμένος εξορίζονταν για ένα διάστημα δέκα ετών και όφειλε να εγκαταλείψει την Αθήνα άμεσα.
Από το 480 και έπειτα, έπρεπε να εξορίζεται πέρα από τα ακρωτήρια Γεραιστού και Σκύλλαιον, το πρώτο στο νότιο άκρο της Εύβοιας, το δεύτερο στο ανατολικό άκρο της Αργολίδας.
Η απόσταση μεγάλωσε, γιατί ένας άνθρωπος με επιρροή ήταν επίφοβο ότι θα συνέχιζε να επιβαρύνει τον δημόσιο βίο της Αθήνας, αν διέμενε πολύ κοντά στην πολιτειακή επικράτεια.
Αυτή όμως η εξορία δεν συνοδευόταν από στέρηση των υπόλοιπων δικαιωμάτων ή δήμευση της περιουσίας του.
Τα διαχειρίζονταν όλα τα μέλη της οικογένειάς του ή ακόμα και ο ίδιος ο εξόριστος, γιατί ο οστρακισμός δεν ήταν μία δικαστική απόφαση, αλλά πολιτική.
Δεν υπήρχε περίπτωση να εξοριστεί κανένας για λόγους που δεν ήταν πολιτικοί. Ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι ο οστρακισμός αποσκοπεί στη διασφάλιση της δημοκρατίας από εκείνους που την απειλούν.
Ο Πλούταρχος συμφωνεί: «Ο οστρακισμός δεν απέβλεπε στην τιμωρία του εγκλήματος. Αποσκοπούσε στην ελάττωση και την καταστολή της αλαζονείας και ό,τι αποτελούσε μία εξουσία με κύρος.
Ήταν στην ουσία μία παρηγοριά που παραχωρούσαν στον φθόνο, ένα πολύ ανθρώπινο μέτρο που δεν οδηγούσε σε τίποτε ανεπανόρθωτο, παρά μόνο σε μία δεκαετή εξορία».
Οι πολιτικές καμπάνιες
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι φατρίες, ή όπως τις αποκαλούσαν τότε, «οι Εταιρείες», παροτρύνουν κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας τις παρατάξεις τους, ώστε να ψηφίσουν είτε να απέχουν από την ψηφοφορία.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, οι πολίτες δεν επιτρέπεται να δώσουν το όστρακο σε οποιονδήποτε να τους το συμπληρώσει, αν είναι αγράμματοι, ούτε έγραφαν οι ίδιοι.
Τα ευρήματα στην Αρχαία Αγορά φανερώνουν ότι πολλά από τα όστρακα γράφτηκαν από το ίδιο χέρι.
Τα επιφανή πολιτικά πρόσωπα όφειλαν να έχουν ήδη γραμμένα τα όστρακα ώστε να τα μοιράσουν κατόπιν στους οπαδούς τους και ενδεχομένως στους αναποφάσιστους.
Σε περίπτωση που κάποιος πολιτικός κινδύνευε να αποκλειστεί, δεν ξεσήκωνε τους οπαδούς του για να μη συμμετέχουν στην ψηφοφορία και να εμποδίσει έτσι την συμπληρώσει των 6.000 ψήφων.
Μερικές φορές ερχόταν ακόμα και σε συνεννόηση με τον πολιτικό του αντίπαλο, ώστε ο οστρακισμός να πλήξει κάποιον τρίτο.
Κάπως έτσι θα πρέπει να συνεννοήθηκαν ο Αλκιβιάδης και ο Νικίας, το 418 ή το 417, ώστε όλοι οι οπαδοί τους να γράψουν πάνω στο όστρακο το όνομα ενός τρίτου άνδρα, του Υπέρβολου.
Η διαδικασία του οστρακισμού λήγει με επεισοδιακό τρόπο και πέφτει σε αχρηστία μετά τον οστρακισμό του Υπέρβολου.
Ο Πλούταρχος ισχυρίζεται ότι ο λαός, αγανακτισμένος από την παράδοξη σύμπραξη του Αλκιβιάδη και του Νικία, παραιτήθηκε από τον οστρακισμό και τον κατήργησε.
Ο οστρακισμός λειτούργησε μόλις έναν αιώνα και πολλοί από τους εξόριστους επέστρεψαν στην Αθήνα πριν από τη λήξη της δεκαετούς προθεσμίας.
Επέστρεψαν όσοι εξορίστηκαν στην περίοδο 488 – 181, που τους ανακάλεσαν για να αντιμετωπίσουν τη νέα περσική εισβολή.
Μπροστά στον εξωτερικό κίνδυνο, η πολιτεία αποσοβούσε τις φιλονικίες της και υπολόγιζε σε όλα τα μέλη της.
Σημείωση: Ο οστρακισμός ήταν ένας από τους πιο παράδοξους θεσμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας.
Ο όρος σημαίνει πλέον «περιθωριοποίηση», χωρίς κάποια ιδιαίτερη πολιτική συνυποδήλωση.
Στην Αθήνα, αντιθέτως, δεικνύει ένα ισχυρό μέτρο με πολιτική σημασία.
Τη διαδικασία περιγράφει ο Αριστοτέλης στο «Αθηναίων Πολιτεία», ο Πλούταρχος στον «Βίο του Αριστείδη», ενώ αρχαιολογικά ευρήματα της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας έχουν φέρει στην επιφάνεια πολύ χρήσιμες πληροφορίες.
ΠΗΓΗ: «ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ», ΜΩΡΙΣ ΣΑΡΤΡ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
Διαβάστε ακόμα: Ο άρχοντας της Σαλαμίνας στην Κύπρο πλήρωσε τα χρέη των συμπολιτών του για να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο.