«Το Κράτος είμαι εγώ», διακήρυττε με αλαζονεία ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ΙΔ’.
Λειτουργούσε ως απόλυτος μονάρχης και δεν του ξέφευγε τίποτα από την εθνική θρησκεία μέχρι και τη συντήρηση των δέντρων.
«Η καθυπόταξη ενός μονάρχη στον νόμο του λαού», έλεγε, «είναι η ύψιστη καταστροφή που μπορεί να συμβεί σε έναν ευγενή της σειράς μας».
Θέσπισε νέους νόμους, εξαπέλυσε πολέμους, όρισε νέα πλαίσια στην τέχνη και τη λογοτεχνία, όλα με σκοπό να προβληθεί ο ίδιος.
«Το κυρίαρχο πάθος μου είναι σίγουρα η αγάπη μου για τη δόξα», παραδέχτηκε κάποτε.
Για βασιλικό έμβλημα, υιοθέτησε τον ήλιο, γιατί όπως εξηγούσε στα απομνημονεύματά του: «Η μοναδική ποιότητα της λάμψης που τον περιβάλλει, το φως που μεταδίδει στα άλλα ουράνια σώματα, τα οποία σχηματίζουν ένα είδος Αυλής γύρω του, η δίκαιη και ομαλή κατανομή του φωτός του ανάμεσα σε όλους τους τροπικούς της γης, που παράγει συνεχώς παντού χαρά, δραστηριότητα και ζωή είναι η πιο ωραία και έντονη εικόνα ενός μεγάλου μονάρχη».
Ο «Βασιλιάς Ήλιος» έκανε τέχνη την επίδειξη στις Βερσαλλίες, στις οποίες μετέφερε και εγκατέστησε μονίμως την Αυλή του και την έδρα της κυβέρνησης, το 1862.
Οι πάντες ήταν καλοδεχούμενοι να έρθουν και να τον παρακολουθήσουν στην καθημερινή, απαράλλαχτη ρουτίνα του.
Θεατές υπήρχαν αρκετοί κάθε πρωί όταν ξυπνούσε, ντυνόταν και ξυριζόταν.
Στα γεύματα μπορούσαν να τον θαυμάσουν όταν με επιδεξιότητα έσπαγε ένα αβγό με ένα μόνο χτύπημα του κουταλιού.
Ωστόσο, ελάχιστοι και εξαιρετικώς προνομιούχοι μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν να αφοδεύει, καθισμένος πάνω στον άλλο «θρόνο» του, όταν η ανάγκη το απαιτούσε.
«Τι τιμή έχει το πιο απωθητικό πράγμα που βγαίνει από έναν βασιλιά σ’ αυτή τη χώρα;», ρώτησε ένας σοκαρισμένος επισκέπτης από την Ιταλία, αφού είχε παρακολουθήσει την ασυνήθιστη διαδικασία.
Ο Λουδοβίκος μεγαλοφυώς μετέτρεψε τις Βερσαλλίες σε κολοφώνα κύρους και τιμής για τους χιλιάδες ευγενείς που ζούσαν εκεί, με τον εαυτό του στο επίκεντρο.
Με αυτό τον τρόπο, ο βασιλιάς ακύρωνε εντελώς την παλιά εξουσία τους.
Τα μέλη της αριστοκρατίας σκοτώνονταν, προκειμένου να μπορούν να δίνουν στον βασιλιά το πουκάμισό του κάθε πρωί, να του κρατούν το κερί ή να τον συνοδεύουν στο κυνήγι.
Ο βασιλιάς δημιούργησε εκατοντάδες ασήμαντες θέσεις, τις οποίες η αριστοκρατία ήταν πρόθυμη να αρπάξει με τεράστιο κόστος.
«Ποιος θα τα αγοράσει», ρώτησε κάποτε ο Λουδοβίκος των υπουργό Οικονομικών, Ντεμαρέ, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει κι άλλα τεχνητά αξιώματα.
«Η Μεγαλειότης σας αγνοεί ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα προνόμια του βασιλιά της Γαλλίας, απάντησε ο Ντεμαρέ, «Όταν ένας βασιλιάς δημιουργεί ένα αξίωμα, ο Θεός αμέσως δημιουργεί έναν ηλίθιο για να το αγοράσει».
Ένας άκαμπτος και εξαιρετικά λεπτομερής κώδικας εθιμοτυπίας αναπτύχθηκε στις Βερσαλλίες.
Οι άνθρωποι ενθουσιάζονταν όταν ο βασιλιάς τους έβγαζε το καπέλο υπό ορισμένη γωνία, κίνηση που υποδείκνυε διάφορα επίπεδα εύνοιας.
«Αντικαθιστούσε τις πραγματικές αμοιβές με ιδεατές», έγραφε ο δούκας του Σεν Σιμόν, «και αυτές λειτουργούσαν μέσω της ζήλιας, των μικρόψυχων προτιμήσεων που έδειχνε πολλές φορές την ημέρα και της επιδεξιότητάς του στον τρόπο που τις έδειχνε».
Ο Λουδοβίκος έφτασε να περιβάλλεται από πλήθος συκοφαντών.
«Πολύ σύντομα, αφού έγινε κυρίαρχος, οι υπουργοί του, οι στρατηγοί του, οι ερωμένες του και οι αυλικοί του διαπίστωσαν ότι είχε έρωτα με τη δόξα», έγραφε ο Σεν Σιμόν. «Δεχόταν ευχαρίστως ακόμη και τις εντελώς και προφανώς προσποιητές και ψεύτικες φιλοφρονήσεις. Ο μόνος τρόπος να τον ευχαριστήσει κανείς ήταν η δουλοπρέπεια, η ταπεινότητα, ο αμετροεπής θαυμασμός και η γλοιώδης κολακεία. Επίσης λάτρευε να του δείχνουν ότι τον θεωρούσαν τη μοναδική πηγή σοφίας».
Οι κόλακες σχημάτισαν ολόκληρη λεγεώνα.
Υπήρχε, για παράδειγμα, ένας υπήκοος ο οποίος κάθε φορά που ο Λουδοβίκος τον ρωτούσε τι ώρα ήταν, απαντούσε με θέρμη: «Ό, τι ώρα επιθυμεί η Μεγαλειότης σας».
Ο γιος του, ο δούκας του Μεν, έλεγε στον πατέρα του μετά από κάθε στρατιωτική εκστρατεία: «Πατέρα, δεν θα μάθω τίποτα. Ο παιδαγωγός μου μου χαρίζει μια αργία κάθε φορά που πετυχαίνεις μια νίκη».
Ο Επιθεωρητής Κτιρίων, ο δούκας Ντ’ Αντέν, τοποθετούσε σφήνες στη βάση των αγαλμάτων στις Βερσαλλίες, έτσι ώστε, όταν το παρατηρούσε ο βασιλιάς, να μπορέσει να τον επαινέσει για την οξεία βασιλική αντίληψή του.
Η κολακεία έφτασε σε ακόμα πιο ακραία σημεία.
Κάποτε ο Λουδοβίκος έπασχε από ένα συρίγγιο, ένα βαθύ έλκος του πρωκτού που απαιτούσε μία φοβερά επώδυνη εγχείρηση.
Ξαφνικά, η εγχείρηση έγινε φοβερά δημοφιλής ανάμεσα στην αριστοκρατία και προσέδιδε τόσο μεγάλο κύρος σε όσους την έκαναν, ώστε άνθρωποι χωρίς συρίγγια έφθασαν να δωροδοκούν γιατρούς για να τους εγχειρήσουν.
Την κολακεία αγάπησαν πολλοί, τη βλακεία ουδείς!
ΠΗΓΗ: «ΒΑΣΙΛΙΚΑ ΣΚΑΝΔΑΛΑ», Michael Farquhar. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ