Η ιστορία του Κασπάρ Χάουζερ εξακολουθεί να είναι πολλή γνωστή στη Γερμανία, ακόμα και αν δεν ακούγεται πλέον αλλού.
Με το πέρασμα των χρόνων, τα μυστήρια και οι ασάφειές της άνοιξαν τον δρόμο για πολλές και διαφορετικές ερμηνείες.
Για κάποιους ο Χάουζερ ήταν μια αθώα ψυχή την οποία χειραγώγησε ο περίγυρός του, ενώ για άλλους ήταν ένα πανούργος απατεώνας που εκμεταλλεύτηκε την κατάστασή του στο έπακρο.
Η ιστορία έχει παρουσιαστεί σαν το παραμύθι ενός Μόγλι (ο Χάουζερ δεν ήταν, ούτε ισχυρίστηκε ποτέ ότι ήταν κάτι τέτοιο), αλλά και σαν μια βασιλική συνωμοσία με μωρά που τα αντάλλαξαν στη γέννα οι σφετεριστές του οίκου των Μπάντεν.
Τον Μάρτιο του 1826 ο Κασπάρ Χάουζερ έφτασε στη Νυρεμβέργη, θέτοντας σε κίνηση ένα μυστήριο, το οποίο, παρά την έντονη και εξονυχιστική έρευνα και τα πολλά πρόσφατα τεστ DNA, αντέχει μέχρι και σήμερα.
Μόλις έφτασε στη Νυρεμβέργη, ο Χάουζερ ζήτησε να τον οδηγήσουν στο σπίτι του λοχαγού ενός συντάγματος ιππικού που ήταν εγκατεστημένο στην πόλη.
Δεν είχε σχεδόν καθόλου υπάρχοντα, με εξαίρεση κάποια γράμματα.
Μερικά από αυτά τα είχε γράψει ένας άντρας που έλεγε ότι του είχε δοθεί η κηδεμονία του Χάουζερ το 1812 όταν ο τελευταίος ήταν βρέφος, κάτι που σήμαινε ότι ο Χάουζερ ήταν 16 ετών όταν εμφανίστηκε στην πόλη.
Άλλα τα είχε γράψει η μητέρα του. Έλεγε ότι ο πατέρας του υπηρετούσε στο ιππικό πριν πεθάνει και ζητούσε από τον γιο της να υπηρετήσει στο ίδιο σύνταγμα με τον πατέρα του.
Αφού τέθηκε υπό την κηδεμονία του δημοτικού συμβουλίου περιέγραψε πως τον είχαν έγκλειστο σε ένα μικρό δωμάτιο και τον τάιζαν μόνο με ψωμί και νερό.
Στο μεταξύ είχαν ήδη αρχίσει να κυκλοφορούν ιστορίες σχετικά με το πώς είχε μεγαλώσει στο δάσος και οι άνθρωποι ήθελαν να μάθουν την πραγματική του ταυτότητα.
Σύμφωνα με διαφορετικές κουτσομπολίστικες εκδοχές ήταν είτε απατεώνας είτε παιδί της αριστοκρατίας, ίσως ακόμα και μέλος του οίκου των Μπάντεν.
Όποια εκδοχή κι αν επέλεξαν να πιστέψουν οι άνθρωποι, τα μέσα ενημέρωσης τη Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπη ασχολήθηκαν τόσο πολύ με την ξαφνική εμφάνιση του μυστηριώδους αγοριού, που η ιστορία πήρε απίστευτες διαστάσεις.
Στην αρχή, τον Χάουζερ φρόντιζε ένας δάσκαλος ο ποίος εκτός από τα μαθήματα που του έκανε, άρχισε να πειραματίζεται πάνω του με ομοιοπαθητικές θεραπείες.
Οι θεραπείες δεν είχαν ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Μετά από ένα περιστατικό στο σπίτι του δασκάλου όπου ο Χάουζερ ισχυρίστηκε ότι τραυματίστηκε στο μέτωπο από τον άνθρωπο που τον είχε φέρει στη Νυρεμβέργη, τον υιοθέτησε ο άγγλος αριστοκράτης λόρδος Στάνθορ.
Ο Στάνθορ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την υποτιθέμενη σχέση του Χάουζερ με την αριστοκρατία, αλλά φαίνεται να έχασε το ενδιαφέρον του όταν αυτή δεν μπορούσε να αποδειχτεί, λέγοντας ότι ο Χάουζερ ήταν στην πραγματικότητα ένας απατεώνας που επιζητούσε την προσοχή.
Στη συνέχεια, ο Χάουζερ τέθηκε υπό τη φροντίδα ενός άλλου δασκάλου, ο οποίος σχημάτισε την ίδια άποψη με τον λόρδο Στάνθορ.
Ωστόσο, ο Χάουζερ έκανε σημαντική πρόοδο στην εκπαίδευσή του, παρά το γεγονός ότι πολλοί τον θεωρούσαν χαζό όταν πρωτοεμφανίστηκε και βρήκε δουλειά ως υπάλληλος γραφείου.
Το ενδιαφέρον των ανθρώπων για το άτομό του ατόνησε σιγά- σιγά μέχρι τον Δεκέμβρη του 1833, όταν επέστρεψε στο κατάλυμά του με μια μαχαιριά στο στήθος, λέγοντας ότι του είχε επιτεθεί ξανά ο ίδιος άντρας, ο προηγούμενος κηδεμόνας και δεσμοφύλακάς του.
Στην αρχή ο δάσκαλος δεν τον πίστεψε θεωρώντας ότι ήθελε και πάλι να βρεθεί στο επίκεντρο, αλλά κάλεσε τελικά έναν γιατρό όταν διαπίστωσε πόσο σοβαρό ήταν το τραύμα του.
Ο Χάουζερ είπε ότι είχε χάσει το πορτοφόλι του στο πάρκο όπου έγινε η επίθεση και ότι μέσα σε αυτό υπήρχε ένα γράμμα.
Το γράμμα που βρέθηκε φαινόταν να περιέχει την ομολογία του ανθρώπου που επιτέθηκε στον Χάουζερ, αλλά υπήρχαν κενά ως προς την ταυτότητα του.
Αυτό προκάλεσε αμέσως υποψίες ότι το γράμμα το είχε γράψει ο ίδιος ο Χάουζερ και ότι μαχαιρώθηκε μόνος του σ ε μια προσπάθεια να ανακτήσει τη δημοσιότητα που απολάμβανε στο παρελθόν.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Χάουζερ πέθανε και κατά τη διάρκεια της έρευνας που ακολούθησε βρέθηκαν μάρτυρες που τον είχαν δει στο πάρκο με έναν άλλο άνδρα, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν ήταν μόνος του όταν μαχαιρώθηκε.
Οι ακριβείς συνθήκες στου θανάτου του, όπως τόσες άλλες πτυχές της σύντομης ζωής του, δεν έχουν διαλευκανθεί πλήρως, προσθέτοντας ακόμα περισσότερο μυστήριο σε αυτή την αινιγματική ιστορία.
Οι φήμες ότι ο Χάουζερ ήταν όντως ένας χαμένος πρίγκιπας του οίκου των Μπαντεν, είχαν αρχίσει να διαδίδονται σχεδόν με την άφιξή του στη Νυρεμβέργη.
Μετά από τον μυστηριώδη θάνατό του, εντάθηκαν από εκείνους που ισχυρίζονταν ότι τον είχαν δολοφονήσει για να μη διεκδικήσει τα κληρονομικά δικαιώματά του.
Ο Κάρολος ο μέγας δούκας του Μπάντεν έκανε δυο παιδιά με τη γυναίκα του τη Στεφανί Ντε Μπουαρνέ, την υιοθετημένη κόρη του Ναπολέοντα.
Και τα δύο παιδιά πέθαναν σε νηπιακή ηλικία.
Το ένα από αυτά γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1812, δηλαδή είχε σχεδόν την ίδια ηλικία με τον Χάουζερ και πέθανε λίγες βδομάδες αργότερα.
Εφόσον δεν υπήρχε άρρεν κληρονόμος εν ζωή, όταν ο Κάρολος πέθανε, το 1818, τον διαδέχτηκε ο θείος του Λουβοδίκος, τον οποίο με τη σειρά του διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Λεοπόλδος.
Σύμφωνα με την ιστορία ήταν πραγματικός γιος του μεγάλου δούκα.
Η μητέρα του Λεοπόλδου, η κοντέσα του Χούσμπεργκ, είχε ανταλλάξει τον Χάουζερ με το άψυχο σώμα ενός αγοριού λίγο μετά τη γέννα του, δίνοντας έτσι το δικαίωμα στον Λεοπόλδο να γίνει ο μέγας δούκας σε βάθος χρόνου.
Στη συνέχεια η κοντέσα παρέδωσε το αγόρι στον άντρα που είχε φέρει τον Χάουζερ στη Νυρεμβέργη και αυτός τον κράτησε έγκλειστο μέχρι να περάσουν τα 16α γενέθλιά του, οπότε και τον άφησε ελεύθερο στην πόλη προφανώς επειδή δεν ήξερε ποιος ήταν.
Η ιστορία παρέμεινε στο μεγαλύτερο μέρος της ως έχει, δηλαδή ήταν αδύνατο να την τεκμηριώσει ή να την αντικρούσει κανείς, μέχρι την εμφάνιση των τεστ DNA τη δεκαετία του 1990, όταν και έγιναν τεστ στους λεκέδες αίματος που βρέθηκαν σε εσώρουχα τα οποία ανήκαν θεωρητικά στον Χάουζερ.
Η σύγκριση με το DNA ενός απογόνου της Στεφανί Ντε Μπουαρνέ έδειξε ότι δεν ήταν μητέρα του- μια εξέλιξη που θα πίστευε κανείς ότι θα έκλεινε το ζήτημα.
Όμως πολύ γρήγορα κάποιοι άρχισαν να αμφισβητούν τη γνησιότητα των εσωρούχων.
Αυτό οδήγησε στο δεύτερο τεστ που έγινε σε μια τούφα μαλλιών του Χάουζερ.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε ταύτιση στο DNA ακόμα και αν αυτή δεν μπορούσε να οδηγήσει σε οριστικά συμπεράσματα προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Έτσι παρά την παρέμβαση της σύγχρονης επιστήμης της εγκληματολογίας το μυστήριο παραμένει άλυτο.
Η ιστορία συνοψίζεται στην επιγραφή που υπάρχει στην ταυτότητα του Χάουζερ.
«Ενθάδε κείται ο Κασπάρ Χάουζερ, ένα αίνιγμα της εποχής του, η καταγωγή του άγνωστη, ο θάνατος του μυστηριώδης».
ΠΗΓΗ: Τα μεγάλα μυστήρια της ιστορίας, του Bill Price,
εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ