Έχουν περάσει 961 χρόνια από το «Μεγάλο Σχίσμα» της Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας. Στις 16 Ιουλίου 1054 οι Παπικές αξιώσεις και το Filioque (Φιλιόκβε), οδήγησαν στη μεγάλη ρήξη των Εκκλησιών με διαφωνίες θρησκευτικές, πολιτικές και για πολλούς αιώνες άλυτες. Η φράση «το εκ του Πατρός εκπορευόμενον», εννοώντας το Άγιο Πνεύμα που αναγράφεται στο «Πιστεύω» δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα που οδήγησε σε αφορισμούς και θρησκευτικές ακρότητες.
Οι δυο βασικές διαφορές που οδήγησαν στο «Μεγάλο Σχίσμα»
Οι αρχικές αιτίες του σχίσματος ήταν οι διαφωνίες σχετικά με την παπική Αρχή. Ο Πάπας απαιτούσε να κρατάει τα ηνία έναντι των τεσσάρων Πατριαρχών της Ανατολής (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και να ασκεί κυριαρχική δικαιοδοσία πάνω τους. Από την πλευρά τους, οι τέσσερις Πατριάρχες υποστήριζαν ότι η πρωτοκαθεδρία του Πατριάρχη Ρώμης ήταν μόνο τιμητική και είχε ισχύ μόνο πάνω στους Χριστιανούς της Δύσης.
Οι δογματικές διαφορές
Μια ακόμα αξεπέραστη δυσκολία υπήρξε το Filioque. H διαμάχη είχε σχέση με τη διατύπωση του Συμβόλου της Πίστεως («Πιστεύω») για το Άγιο Πνεύμα. Το επίμαχο σημείο, όπως διαμορφώθηκε από τις Συνόδους Νίκαιας και Κωνσταντινουπόλεως και ισχύει έως σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, είχε ως εξής: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον…». Η Δυτική Εκκλησία πρόσθεσε και παράλληλα επέβαλλε τη φράση «Και εκ του Υιού» (Filioque στα Λατινικά), έτσι ώστε το Σύμβολο της Πίστεως να διαβάζεται στο συγκεκριμένο σημείο: «…και εις το πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός και εκ του Υιού εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον …».
Η διαφορά για τους πατέρες της εκκλησίας είναι τεράστια και αλλάζει το θρησκευτικό δόγμα.
Διαβάστε επίσης στη ΜτΧ: H παραβολή του Τελώνη. Γιατί ο Θεός συγχώρεσε τον Τελώνη και απέρριψε τον Φαρισαίο…
Η μεγάλη σύγκρουση των Εκκλησιών. Διαμάχες, ρήξη και αφορισμοί
Η οριστική ρήξη προήλθε από τον πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο (1043-1059).
Με επιστολή του στον Πάπα Λέων Θ’ καταδικάζει τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας.
Εκείνος περνώντας στην αντεπίθεση, ορίζει τον καρδινάλιο Ουμβέρτο επικεφαλής της αποστολής που θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να παραδώσει προκλητικές επιστολές προς τον αυτοκράτορα και τον Πατριάρχη μέσω των οποίων, αμφισβητούσε τον τίτλο του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Μιχαήλ και απαιτούσε να περάσουν στη δικαιοδοσία του οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ιλλυρίας (σημερινής Αλβανίας).
Μετά τον θάνατο του Πάπα στις 15 Απριλίου 1054, η στάση του καρδινάλιου Ουμβέρτου έφτασε τη διαμάχη στα άκρα. Υποστήριξε ανοιχτά το παπικό πρωτείο. Ο Μιχαήλ Κηρουλάριος, από την πλευρά της Ανατολικής Εκκλησίας, υποστήριξε ότι ο Πάπας πρέπει να διαπραγματεύεται μαζί του ως ίσος προς ίσο και καταδίκασε όλες τις καινοτομίες της Δυτικής Εκκλησίας.
Στην Κωνσταντινούπολη, όταν διαβάστηκαν οι επιστολές του Πάπα, από τους αντιπροσώπους του στην απογευματινή Θεία Λειτουργία του Σαββάτου 16 Ιουλίου 1054, το κλίμα φορτίστηκε. Την ώρα της τέλεσης του μυστηρίου, ο καρδινάλιος Ουμβέρτος κατέθεσε, στην Αγία Τράπεζα του ναού της Aγίας Σοφίας τον αφορισμό του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και αναθεμάτισε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η ίδια «απάντηση» ήρθε και από τον Πατριάρχη, ο οποίος στις 24 Ιουλίου 1054 συγκάλεσε Σύνοδο, στην οποία αναθεμάτισε και αφόρισε τους συντάκτες της επιστολής της Δυτικής Εκκλησίας και όλους όσοι την ακολουθούν. Έτσι, αναπόφευκτα επήλθε το «Μεγάλο Σχίσμα» της Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.
Οι προσπάθειες «συμφιλίωσης»
Τόσο πριν όσο και μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, έγιναν προσπάθειες επανένωσης των Εκκλησιών, με σημαντικότερη του Πάπα Παύλου ΣΤ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη Αθηναγόρα, όπου στις 7 Δεκεμβρίου 1965 ανακάλεσαν τους αφορισμούς του Πάπα Λέοντα Θ’ και του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου.
«Ευχαριστώ, Έλληνες, που φυλάξατε δια μέσου τόσων αιώνων αυτόν τον γλυκύτερο τόπο του κόσμου», ανέφερε ο Πάπας Παύλος ΣΤ’ κατά το προσκύνημα του στους Άγιους Τόπους, το 1965.
Η πιο πρόσφατη προσπάθεια που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, ήταν η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 2014. Τον Πάπα Φραγκίσκο υποδέχθηκε ο Oικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, όπου παρέστη στη θεία λειτουργία που τέλεσε ο Ποντίφικας στον ρωμαιοκαθολικό Ναό του Αγίου Πνεύματος.
Απευθυνόμενος στον Πάπα Φραγκίσκο ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος τόνισε, ότι τον υποδέχεται «με χαρά, τιμή και ευγνωμοσύνη», «διότι ήρθε από την Παλαιά, στη Νέα Ρώμη «γεφυρώνοντας συμβολικώς την Δύσιν και την Ανατολήν, κομιστής της αγάπης του Πρωτοκορυφαίου προς τον Πρωτόκλητο αυτάδελφο αυτού».
Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος σημείωσε επίσης ότι η έλευση του Πάπα αποτελεί συνέχεια των
ανάλογων επισκέψεων που είχαν κάνει οι προκάτοχοί του Παύλος Στ’, Ιωάννης – Παύλος Β» και Βενέδικτος ΙΣτ΄, και «μαρτυρεί τη βούληση της Εκκλησίας της Ρώμης να συνεχιστεί η σταθερά πορεία, προς αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών».