Το ελληνικό σίριαλ «Πανθέοι» προβλήθηκε από την ΕΡΤ τις σεζόν 1977-1979.
Η ιστορία βασίστηκε στην τριλογία του ακαδημαϊκού Τάσου Αθανασιάδη και το τηλεοπτικό σενάριο έγραψε ο Τάκης Χατζηαναγνώστου, ενώ τη σκηνοθεσία έκανε ο Βασίλης Γεωργιάδης.
Στη σειρά έπαιξαν πολλοί γνωστοί ηθοποιοί, αλλά τους πρωταγωνιστικούς ρόλους είχαν οι Άγγελος Αντωνόπουλος, Κάτια Δανδουλάκη και Στέλιος Καλογερόπουλος.
Η ιστορία ξεκινά την ημέρα της κήρυξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τη στιγμή που η οικογένεια των Πανθέων βρίσκεται στο αρχοντικό για να αποχαιρετήσει τον αρχηγό της στρατηγό, Βλάση Πανθέο.
Εκεί συναντιέται για πρώτη φορά η Μάρμω (Κάτια Δανδουλάκη), η σύζυγος του τρίτου γιου του στρατηγού (Άγγελος Αντωνόπουλος), με τον καλλιτέχνη της οικογένειας, Κίτσο.
Ανάμεσα τους ξεκινά ένας έρωτας τον οποίο παρακολουθούμε σε όλα τα επεισόδια.
Η σειρά ήταν τόσο επιτυχημένη, που ο κόσμος ταύτιζε τους ηθοποιούς με τους χαρακτήρες που υποδύονταν.
Στη χειρότερη θέση βρέθηκε η Κάτια Δανδουλάκη, η οποία ως Μάρμω απατούσε τον σύζυγό της και ο κόσμος την θεωρούσε ανήθικη.
Ο Άγγελος Αντωνόπουλος διηγήθηκε στη «Μηχανή του Χρόνου» ένα περιστατικό που δείχνει την επιτυχία της σειράς, αλλά και τη σύγχυση του κόσμου:
«Εκείνο τον καιρό βρίσκομαι σε μια εξοχή σε ένα νησί, στην Κω. Όπου οι κάτοικοι της Κω μιλάνε κάπως παραφθαρμένα, όπως οι Μυτιληνιοί κτλ. Με βλέπει λοιπόν μια κυρούλα, ήταν στον κήπο της αυτή, εγώ στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, πολύ χαμηλά όμως και είχαμε μια αμεσότητα. Όπου με αναγνώρισε κάποια στιγμή και αρχίζει να μιλάει, να λέει, να λέει, ένας χείμαρρος, ένας καταιγισμός. Εγώ δεν καταλάβαινα τι έλεγε, τόσο πολύ μίλαγε ντόπια. Όμως κατάλαβα ότι μιλάει για τους Πανθέους γιατί μέσα στα λόγια της χρησιμοποιούσε τη λέξη πουτ@ν@. Και αναφέρετο στην Κάτια την Δανδουλάκη όπως καταλαβαίνετε…»
Παρά τους «χαρακτηρισμούς», η Κάτια Δανδουλάκη περνούσε πολύ ωραία στα γυρίσματα της σειράς, όπου συνέβαιναν και ευτράπελα.
Η ηθοποιός περιέγραψε πώς σε ένα γύρισμα έγινε από ρομαντική ερωμένη του Κίτσου, «μασίστας», καθώς για να μην σταματήσει το γύρισμα, αναγκάστηκε να κρατήσει για αρκετή ώρα σηκωμένη την πόρτα του σκηνικού η οποία είχε βγει από την θέση της.
Ήταν η εποχή που το μοντάζ γινόταν με πρωτόγονα μέσα και δεν υπήρχε το περιθώριο για διακοπή και επεξεργασία. Οι σκηνές γυρίζονταν μια και έξω.
Αν κάτι πήγαινε στραβά, έπρεπε να γυριστεί από την αρχή όλη η σκηνή:
«Τελειώναμε μια ερωτική σκηνή υποτίθεται στη Σαντορίνη στο πλατό, στον Παράδεισο. Εγώ με τον Κίτσο. Είμαι εγώ με τον εραστή. Εκεί είναι μετά που έχουμε κάνει έρωτα και πρέπει να φύγω να πάω στο σπίτι. Και βάζω το καπέλο, ντύνομαι , αυτός είναι στο κρεβάτι, έχει το σεντόνι στους ώμους του, γυρίζω τον κοιτάζω, βάζω τα γάντια, λέω «Θα σε δω».
Και κάνω έτσι να πιάσω το πόμολο, είναι το τέλος της σκηνής και αισθάνομαι ότι η πόρτα φεύγει. Και λέω έχω δύο επιλογές. Ή να πω στοπ! Που σημαίνει όλο από την αρχή. Ή να την πάρω και να φύγω. Κάνω έτσι … το πόμολο, λέω μπορεί και να μη με βλέπει η μηχανή. Τη σηκώνω, την πιάνω και από τα πλάγια, σαν μασίστας. Ταυτόχρονα, συνέχισα να μιλάω ρομαντικά και να περπατάω αργά. Στις μύτες όμως για να μην κάνω θόρυβο και χαλάσω το πλάνο. Ακούω ησυχία, λέω «Δόξα τον Θεό, δεν έβλεπε η μηχανή».
Η μηχανή τότε ήταν ο Γεωργιάδης ο Βασίλης… Είχε φύγει η μηχανή από πάνω μου, είχε πάει στον Κίτσο και μετά στο βάζο με τα λουλούδια. Και μόλις μετράω ένα, 2, 3, 5 στοπ. Ακούω κάτι γέλια! Διότι, είχαν δει βέβαια, η άλλη η μηχανή έβλεπε τι είχα κάνει. Γιατί εγώ πήγαινα με την πόρτα στα χέρια ατελείωτα μέχρι να ακούσω ένα στοπ να ησυχάσω. Αυτό ήταν από τα πιο χαριτωμένα. Ήταν η πλήρης απομυθοποίηση του ρομαντισμού».
Η σειρά προβλήθηκε σε δύο κύκλους των 100 επεισοδίων. Δυστυχώς σήμερα σώζονται μόνο δύο στο αρχείο!
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
Ο πρώτος ρόλος του Άγγελου Αντωνόπουλου ήταν σε ηλικία 32 ετών. Τον σύστησε η κουμπάρα του Τζένη Καρέζη και μέχρι τότε δούλευε ως ταξιτζής…