Η λεπτή λωρίδα γης στα δεξιά της φωτογραφίας, εκεί που βρίσκεται το λευκό σπίτι, αποκαλείται «το στενό του Λάμπρου Κατσώνη» και είναι ορατό στον επισκέπτη της Τζιάς από το γραφικό Βουρκάρι. Η ονομασία δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς τον Αύγουστο του 1789, ο Έλληνας ναυτικός εκμεταλλεύτηκε την ιδιαίτερη μορφολογία του εδάφους για να πραγματοποιήσει ένα άκρως εντυπωσιακό κατόρθωμα. Να ξεφύγει από τους Τούρκους που τον καταδίωκαν περνώντας το πλοίο του πάνω από τη στεριά!
Ο Λάμπρος Κατσώνης γεννήθηκε στη Λιβαδειά το 1752.
Από τα 17 του εργάστηκε στα καράβια ως ναυτικός και το 1770 κατετάγη στο ρωσικό ναυτικό.
Πολέμησε στην Πελοπόννησο στα περίφημα Ορλωφικά και στον πόλεμο της Κριμαίας.
Το 1787, με εντολή της ίδιας της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, επέστρεψε στη Μεσόγειο, όπου ανέλαβε να αποδυναμώσει το οθωμανικό ναυτικό, μέχρι την έλευση των υπόλοιπων ρωσικών δυνάμεων.
Συγκρότησε στολίσκο με 10 καταδρομικά πλοία, τα οποία έγιναν ο φόβος και τρόμος των Τούρκων.
Η Τζιά ήταν βασικό ορμητήριό του, όπου και γνώρισε τη γυναίκα του, την όμορφη κόρη του προκρίτου Πέτρου Σοφιανού.
Μέχρι τον Ιούνιο του 1789, ο Κατσώνης ήλεγχε με τα καράβια του όλο το Αιγαίο και συνέχιζε τη δράση του κατά των Τούρκων.
Προέτρεπε τους Έλληνες να σταματήσουν να πληρώνουν φόρους και να επαναστατήσουν εναντίον των Οθωμανών, ενώ κούρσευε τα πλοία τους.
Ασφαλώς, η συμπεριφορά του δεν άρεσε καθόλου στον Σουλτάνο, ο οποίος αρχικά προσπάθησε να τον εξαγοράσει, προσφέροντάς του ένα νησί, ως αντάλλαγμα για την παύση των εχθροπραξιών.
Ο Κατσώνης αρνήθηκε και ο Σουλτάνος εξαπέλυσε εναντίον του τον τουρκικό στόλο.
Στις 3 Αυγούστου συγκρούστηκαν στο στενό της Μακρονήσου
Ο Κατσώνης επικράτησε, αλλά λίγες μέρες αργότερα, οι Τούρκοι τον περικύκλωσαν στη Τζια, όπου είχε καταφύγει για ανασυγκρότηση.
Τον εγκλώβισαν με 26 πλοία στο «Στενό της Κόκκας», απέναντι από το Βουρκάρι.
Σύμφωνα με τον θρύλο, ο αποφασιστικός Κατσώνης, αντί να παραδοθεί, έσυρε με τη βοήθεια των ανδρών του το πλοίο του πάνω από τη στενή λωρίδα γης χρησιμοποιώντας κορμούς δέντρων αλειμμένων με χοιρινό λίπος και απέδρασε στην ανοιχτή θάλασσα!
Όταν ξημέρωσε, οι Τούρκοι έμειναν κατάπληκτοι, καθώς συνειδητοποίησαν ότι ο δαιμόνιος καπετάνιος είχε ξεφύγει.
Πήραν εκδίκηση, πυρπολώντας το λιμάνι της Τζιας και σφάζοντας εκατοντάδες κατοίκους.
Ο Κατσώνης προετοιμάστηκε για πιο σκληρές μάχες.
Επισκεύασε τον στόλο του, συμμάχησε με τον Ανδρούτσο και οχύρωσε την Τζιά.
Όταν έμαθε ότι οι Τούρκοι τον περίμεναν στη Σκύρο, βγήκε στα ανοιχτά, έτοιμος να τους αντιμετωπίσει.
Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στο Κάβο Ντόρο, στο φημισμένο πέρασμα μεταξύ Εύβοιας και Άνδρου.
Εκεί ο θρυλικός καπετάνιος ηττήθηκε από τον τουρκικό στόλο, που υπερτερούσε αριθμητικά.
Αναγκάστηκε να πυρπολήσει ο ίδιος της ναυαρχίδα του και διέφυγε με δύο μικρά πλοία για τα Κύθηρα, όπου βρήκε καταφύγιο. Είχε χάσει εκατοντάδες άντρες, αλλά δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Ήρθε σε συμφωνία με τους Μανιάτες, οι οποίοι θα τον στήριζαν στον επαναστατικό του αγώνα.
Όταν όμως απευθύνθηκε για οικονομική ενίσχυση στη Ρωσία, έλαβε αρνητική απάντηση.
Ο ρωσο-τουρκικός πόλεμος είχε λήξει και οι Ρώσοι του ζήτησαν να σταματήσει τις επιθέσεις εναντίον των Τούρκων.
Ο Κατσώνης αδιαφόρησε για τις εντολές.
«Αν η Αικατερίνη υπέγραψε ειρήνη με τους Τούρκους, εγώ δεν υπέγραψα ακόμα τη δική μου», δήλωσε στους Ρώσους και συνέχισε ακάθεκτος την πορεία του.
Τον Μάιο του 1792 συνέταξε «Μανιφέστο» στο οποίο παρουσίασε τους λόγους που συνέχιζε τον αγώνα εναντίον των Τούρκων, παραβλέποντας τις διαταγές των Ρώσων, τους οποίους κατηγορούσε ότι τον είχαν εκμεταλλευτεί.
Ο Κατσώνης, από αξιωματικός του ρωσικού ναυτικού μετατράπηκε σε πειρατής και είχε πλέον να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, μαζί με τους Γάλλους, οι οποίοι τους εφοδίαζαν με καινούρια πλοία.
Τον Ιούνιο του 1792, Τούρκοι και Γάλλοι επιτέθηκαν στη Μάνη, όπου είχε εγκατασταθεί και ύστερα από γενναία μάχη, αναγκάστηκε να φύγει κρυφά. Κατάφερε να φτάσει στη Ρωσία το 1794.
Με εντολή της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, διεξήχθη Ειδική Επιτροπή, που έκρινε ότι η δράση του Κατσώνη εναντίον των Τούρκων ήταν νόμιμη.
Ο καπετάνιος δικαιώθηκε, αποζημιώθηκε και η φήμη του αποκαταστάθηκε. Παντού πλέον τον αντιμετώπιζαν σαν ήρωα.
Αποφάσισε όμως να παραιτηθεί και να εγκατασταθεί στην Κριμαία. Ονόμασε το κτήμα του «Λιβαδειά» προς τιμήν της γενέτειράς του και ασχολήθηκε με τη γεωργία μέχρι τον θάνατό του, το 1805, σε ηλικία 52 ετών.