Οι περισσότεροι γνωρίζουν ότι την Κνωσό την ανακάλυψε ο sir Arthour Evans το 1900. Στην πραγματικότητα, η πρώτη ανασκαφή της πραγματοποιήθηκε το 1878, από τον Ηρακλειώτη έμπορο και αρχαιολάτρη, Μίνωα Καλοκαιρινό.
Από αυτή την ανασκαφή ήρθε στο φως μεγάλο μέρος της δυτικής πτέρυγας του ανακτόρου της Κνωσού και έξι από τις 21 αποθήκες. Ο Καλοκαιρινός, έφτασε μέχρι τον προθάλαμο της «αίθουσας του θρόνου» και αρχικά νόμιζε ότι είχε ανακαλύψει ολόκληρο το παλάτι του βασιλιά Μίνωα.
Ο Μίνωας Καλοκαιρινός (1843-1907) αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του στη Νομική σχολή Αθηνών μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1864. Τότε, ανέλαβε με τον αδερφό του Λυσίμαχο, την εμπορική οικογενειακή επιχείρηση μέχρι το 1871, οπότε τα δύο αδέρφια τη διέλυσαν και μοίρασαν την περιουσία.
Ο Μίνωας ασχολήθηκε με την σαπουνοποιία και παραγωγή οίνων.
Παράλληλα ήταν υποπρόξενος της Ισπανίας και διερμηνέας του Αγγλικού προξενείου στο Ηράκλειο.
Στον Καλοκαιρινό άρεσε να μελετάει αρχαίους συγγραφείς και αγαπάει την αρχαιολογία.
Ήταν πεπεισμένος ότι η Κνωσός υπήρχε και έβαλε στόχο να την φέρει στο φως.
Αποφάσισε λοιπόν να αρχίσει ανασκαφές στην περιοχή του λόφου της Κεφάλας του Τσελεβή, όπου πίστευε ότι είναι θαμμένη η Κνωσός.
Ο στόχος ήταν να ανακαλύψει το ανάκτορο του βασιλιά που είχε το όνομα του. Του Μίνωα.
Αγόρασε τον χώρο που ήθελε να ανασκάψει από τον Ζεκύρη Μπέη, Ιμπραήμ Εφεντάκη και σύμφωνα με τον τουρκικό αρχαιολογικό νόμο θα έχει δικαίωμα στο 1/3 των ευρημάτων.
Οι ανασκαφές του Καλοκαιρινού σταμάτησαν για να προστατευτούν τα ευρήματα από τους Τούρκους
Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 1878 και κράτησαν τρεις εβδομάδες με τη βοήθεια 20 εργατών και κόστος 750 φράγκα.
Το 1879 επισκέφτηκε την Κνωσό ο χριστιανός Γενικός Διοικητής Κρήτης, Φωτιάδης Πασάς για να κρίνει την πορεία των ανασκαφών. Με τη σύμφωνη γνώμη των λογίων της πόλης διέκοψε τις εργασίες, προκειμένου να προστατέψει τα ευρήματα.
Όσο πιο σημαντικά ήταν, τόσο περισσότερο κινδύνευαν να βρεθούν στην Κωνσταντινούπολη.
Η Κρήτη ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή και όλα τα ευρήματα θα ανήκαν επίσημα στον σουλτάνο.
Ο Φωτιάδης Πασάς αρνήθηκε επίσης να δώσει άδεια ανασκαφών στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών το 1880.
Ο Καλοκαιρινός ήθελε να προσελκύσει το ενδιαφέρον του κόσμου για την Κνωσό.
Το 1886 τον επισκέφτηκε ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν (Heinrich Schliemann), στεφανωμένος με τις δάφνες της ανακάλυψης της Τροίας. Ο Καλοκαιρινός τον ξενάγησε και του έδειξε τα ευρήματα του.
Όμως ούτε αυτός κατάφερε να πάρει άδεια για τη συνέχιση των ανασκαφών.
Το 1894 είναι η σειρά του Έβανς να επισκεφτεί την Κρήτη και να ξεναγηθεί από τον Καλοκαιρινό όπου ωστόσο έχει καταστραφεί οικονομικά.
Ο Έβανς πήρε τη σκυτάλη
Ο Έβανς εντυπωσιάστηκε και κατάφερε να αγοράσει το ¼ του λόφου της Κεφάλας έναντι 6.000 δραχμών.
Στις 23 Μαρτίου του 1900, ξεκίνησε ανασκαφές, με βοηθούς τον αρχαιολόγο Μακένζι και τον αρχιτέκτονα Φάιθ, από εκεί που σταμάτησε ο Καλοκαιρινός.
Πρώτα ήρθε στο φως η «αίθουσα του θρόνου» και μέσα σε δύο χρόνια κατάφερε να ξεθάψει την Κνωσό από τις στάχτες και τη λάβα.
Ο Καλοκαιρινός είχε ήδη αποσυρθεί, καθώς η προσωπική του ζωή είχε δραματικές εξελίξεις.
Έχει προηγηθεί η σφαγή των αμάχων από τους Τούρκους την 25η Αυγούστου 1898 στο Ηράκλειο.
Στα επεισόδια αποκεφαλίστηκε ο αδερφός του, Λυσίμαχος, εξαφανίστηκε η ανιψιά του και δολοφονήθηκε ο γιος του.
Πυρπολήθηκε το σπίτι του και καταστράφηκε η συλλογή με τα ευρήματα από την Κνωσό που φυλασσόταν εκεί και προορίζονταν για το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Το 1903 οικοδομήθηκε νέο μέγαρο από τον ανιψιό του Ανδρέα, υιό του Λυσίμαχου.
Εκεί στεγάζεται σήμερα το Ιστορικό Μουσείο Ηρακλείου.
Ο Καλοκαιρινός κατάφερε να τελειώσει τη Νομική μετά από τρεις προσπάθειες στα 58 του χρόνια και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Νομοθεσία του Βασιλέως της Κρήτης Μίνως. Περί ακοσμίας εν τω Συνταγμάτι».
Λίγο πριν το θάνατο του εξέδωσε το περιοδικό «Κρητική Αρχαιολογική Εφημερίς», το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι αφιερωμένο στις έρευνες για τη Κνωσό.