Η Έμιλυ Μπροντέ είναι η συγγραφέας του λογοτεχνικού έργου «Ανεμοδαρμένα Ύψη», που έγινε πασίγνωστο με την κινηματογραφική του μεταφορά και τις θεατρικές διασκευές. Θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα της βρετανικής λογοτεχνίας και είναι το μοναδικό της συγγραφέως. Πετυχημένες στη λογοτεχνία ήταν και οι αδελφές της. Η ιστορία και τα δράματα της οικογένειας θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ένα σενάριο ή ένα καλογραμμένο λογοτεχνικό κείμενο.
Οι αδελφές Μπροντέ
Αν και η ιστορία αναφέρεται πάντα σε τρεις αδερφές Μπροντέ, στην πραγματικότητα ήταν πέντε και πολύ συχνά λησμονούμε να προσθέσουμε και τον αλκοολικό αδερφό τους Μπράνγουελ.
Οι δύο αδερφές που ποτέ δεν αναφέρονται, λέγονταν Μαρία και Ελίζαμπεθ και πέθαναν κοριτσάκια ακόμη από φυματίωση.
Σ’ ένα επεισόδιο βγαλμένο θαρρείς από μυθιστόρημα του Ντίκενς, λίγο πριν πεθάνουν κακοποιήθηκαν από τις καθηγήτριές τους, οι οποίες τις υποχρέωσαν να σηκωθούν από το κρεβάτι, τις τιμώρησαν και τις πρόσβαλαν ενώ ήταν άρρωστες.
Οι μεταγενέστεροι επέρριψαν στην Έμιλυ μια παράξενη κατηγορία – ότι, ενώ ήταν το χαϊδεμένο παιδί του σχολείου, δεν υπερασπίστηκε τα δύο θύματα, αλλά παρέμεινε σιωπηλή μπροστά σ’ αυτήν την κατάφωρη αδικία.
Η κατηγορία είναι εντελώς αυθαίρετη, καθώς η συγγραφέας δεν ήταν ούτε 6 χρονών, μικρότερη κατά πέντε και τέσσερα χρόνια αντίστοιχα από τις δύο αδερφές της.
Μετά από εκείνες ακολουθούσε η Σάρλοτ, ύστερα ο Μπράνγουελ, η Έμιλυ και τέλος, η Αν, η πιο μικρή.
Και οι τρεις επιζήσασες αδερφές έγιναν μυθιστοριογράφοι, ενώ ο Μπράνγουελ ένας αποτυχημένος ποιητής.
Η μητέρα τους είχε πεθάνει όταν η Έμιλυ ήταν 3 ετών και τη μόρφωση όλων είχε αναλάβει ο ιρλανδικής καταγωγής πατέρας τους, ο οποίος δεν είχε χάσει την επαφή του μετα γράμματα, αφού έγραφε θρησκευτικά κηρύγματα.
Άλλα, λιγότερο θεοσεβούμενα μέλη της οικογένειας μύησαν τις μικρές Μπροντέ στην προφορική παράδοση, με προτίμηση στις ιστορίες φαντασμάτων, δαιμονίων και ξωτικών που συνηθίζουν να αφηγούνται οι παραμυθάδες της Ιρλανδίας.
Αυτή πρέπει να ήταν το δίχως άλλο η πρώτη επαφή της Έμιλυ με το υπερφυσικό στοιχείο, που πλανάται στο μοναδικό μυθιστόρημά της από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Ο αυστηρός κύριος Μπροντέ
Ο κύριος Μπροντέ, όταν σπούδαζε στην Οξφόρδη, έδωσε μια εξωτική χροιά στο επίθετό του που ήταν Μπράντυ, μετατρέποντάς το σε «Μπροντέ», ίσως λόγω της ελληνικής λέξης «βροντή».
Είχε τη φήμη του εκκεντρικού και αυστηρού ανθρώπου.
Πάνω στο θρησκευτικό του ζήλο, αρνιόταν να δώσει στις κόρες του να φάνε κρέας και τις είχε καταδικάσει σε μια δίαιτα με πατάτες.
Λένε επίσης πως μια βροχερή βραδιά, μόλις ανακάλυψε ότι οι μικρές είχαν φορέσεις τις χαριτωμένες μπότες που τους είχε χαρίσει ένας φίλος, έβαλε φωτιά και τις έκαψε, επειδή τις θεώρησε πολύ φανταχτερές.
Έβαζε τις κόρες τους να φορούν μια μάσκα και ύστερα τις ανέκρινε, θεωρώντας πως με καλυμμένο το πρόσωπο θα συνήθιζαν να απαντούν ελεύθερα και θαρραλέα.
Η «ταγματάρχης» Έμιλυ Μπροντέ
Κάποτε, ο πατέρας της Έμιλυ τη ρώτησε τι έπρεπε να κάνει με τον Μπράνγουελ, όταν γινόταν ανυπόφορος: «Κουβέντιασε λογικά μαζί του κι αν δεν ακούει τη φωνή της λογικής, μαστίγωσέ τον», απάντησε εκείνη.
Η Έμιλυ ήταν μόλις 6 χρονών, που σημαίνει πως είχε πάντα μια κλίση προς τις δραστικές λύσεις.
Όταν μεγάλωσε κάπως, γρονθοκόπησε το σκύλο της στη μουσούδα και στα μάτια, επειδή φοβήθηκε ότι θα της χιμήξει, όταν τον έβαλε τιμωρία.
Μια άλλη φορά, χώρισε τον ίδιο σκύλο και ένα αδέσποτο που είχαν μπλεχτεί σε καβγά, ρίχνοντας τους πιπέρι στη μουσούδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι παρότι φειδωλή στα λόγια, ήταν μάλλον κυνική και αποφασιστική γυναίκα.
Δεν είναι τυχαίο που της είχαν βγάλει οι αδερφές της το παρατσούκλι «ταγματάρχης».
Τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» και οι υποψίες για αιμομειξία
Πείστηκε να δημοσιεύσει τα ποιήματά της, μετά από μεγάλη επιμονή της αδερφής της Σάρλοτ.
Αργότερα και οι τρεις αδερφές, με τα ψευδώνυμα Κιούρερ, Έλλις και Άκτον Μπελ, έστειλαν στους εκδότες η καθεμιά το πρώτο της μυθιστόρημα.
Οι κριτικές για τα «Ανεμοδαρμένη Ύψη» ήταν πολύ θετικές, αν και καμία δεν τόλμησε να το χαρακτηρίσει ως ένα από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας, όπως απέδειξε αργότερα ο χρόνος.
Το 1848, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευσή του, η Έμιλυ αναγκαζόταν να πηγαίνει συχνά στο χάνι του «Μαύρου Ταύρου» για να βρει τον Μπράνγουελ και να τον βοηθήσει να γυρίσει σπίτι.
Ο αδερφός της δεν άργησε να καταλήξει στον τάφο, έχοντας περάσεις μακρές περιόδους με τρομακτικό βήχα και φοβερές αϋπνίες.
Τρεις μήνες αργότερα, η Έμιλυ ακολούθησε τα βήματά του.
Μια υπηρέτρια του σπιτιού δήλωσε πως είχε πεθάνει «με την καρδιά ραγισμένη από την αγάπη για τον αδερφό της», δίνοντας λαβή σε εικασίες για αιμομειξία. Ωστόσο, μάλλον πρέπει να υποθέσουμε ότι η Έμιλυ Μπροντέ δεν γνώρισε ποτέ τα πάθη που τόσο επιδέξια είχε περιγράψει στα ημι-αιμομεικτικά «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της.
Ο θάνατος της Έμιλυ Μπροντέ
Όταν αρρώστησε, αρνήθηκε να υποβληθεί σε οποιαδήποτε θεραπεία ή να τη δει γιατρός και βυθίστηκε για μια ακόμη φορά στις μακριές σιωπές της.
Στις 19 Δεκεμβρίου 1848, επέμεινε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να ντυθεί κι ύστερα κάθισε δίπλα στη φωτιά στο δωμάτιό της για να χτενίσει τα πλούσια και μακριά μαλλιά της.
Η χτένα της έπεσε μέσα στις φλόγες και, καθώς δεν είχε δυνάμεις να την πιάσει, η κάμαρα άρχισε να γεμίζει σιγά σιγά με τη μυρωδιά του καμένου κόκαλου.
Ύστερα κατέβηκε στο σαλόνι κι εκεί, καθισμένη στον καναπέ, πέθανε στις δύο η ώρα το απόγευμα, αφού αρνήθηκε ακόμη μία φορά να γυρίσει στο κρεβάτι της.
Ήταν μόνο 30 χρονών και δεν έγραψε τίποτε άλλο, εκτός από τα ανεμοδαρμένα ύψη.