Γεννήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου του 1931 στο Μάριον της Ιντιάνα, αλλά μεγάλωσε στο Λος Άντζελες. Όταν πήγαινε στο δημοτικό η μητέρα του αρρώστησε από καρκίνο.
“Ήξερα πως δεν θα την ξαναδώ, ήθελα να κλάψω αλλά την ένιωθα να κινείται στο αίμα μου και να μου ψιθυρίζει”, είχε πει σε συνέντευξη του σε ραδιοφωνικό σταθμό της Καλιφόρνιας.
Λίγο καιρό αργότερα, ο 9χρονος Τζέιμς Μπάιρον Ντιν συνόδευε το φέρετρο της νεκρής μητέρας του στη γενέτειρά του. Έμεινε εκεί με τους θείους του μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο. Μεγάλωσε στη φάρμα τους, έμαθε ποδήλατο και απήγγειλε στίχους στις κυρίες του τοπικού συλλόγου.
Μετά την αποφοίτησή του, το 1949, επέστρεψε στην Καλιφόρνια, όπου ζούσε ο πατέρας του, για να γραφτεί στο Κολέγιο της Σάντα Μόνικα, με σκοπό να ασχοληθεί με τα νομικά.
Ωστόσο, η νομική κατεύθυνση των σπουδών του γρήγορα άλλαξε σε θεατρική, κάτι που πλήγωσε τη σχέση με τον πατέρα του.
Ενώ σπούδαζε ακόμα, επιλέχθηκε ανάμεσα σε 350 ηθοποιούς για το ρόλο του Μάλκομ στο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ.
Η επιτυχία τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τις σπουδές του τον Ιανουάριο του 1951, ενώ τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου έγινε δεκτός στο φημισμένο Actor’s Studio για να σπουδάσει υποκριτική.

33131

Η εμμονή με τον θάνατο

Μετά την απώλεια της μητέρας του, ο θάνατος του έγινε έμμονη ιδέα.
Ομολογούσε ότι τον φοβόταν, αλλά τον εξόρκιζε με το να τον προκαλεί.
Οι φίλοι του τον θυμούνταν να καβαλά την κόκκινη μοτοσικλέτα του, να πατάει τη λευκή διαχωριστική γραμμή, να σηκώνει τα χέρια πίσω από το κεφάλι και να κουνάει τους γοφούς του μέχρι οι μηροί να αγγίξουν το οδόστρωμα.
Στις τρομαγμένες κραυγές τους, γύριζε  τους κοίταζε γελώντας και έλεγε κοροϊδευτικά: “Δεν θα ζήσω μέχρι τα 30” και έπαιζε ρωσική ρουλέτα κατηφορίζοντας τη Σάνσετ Πλάζα.
Σε μια επίσκεψη στη γενέτειρά του το 1952, ζήτησε από τον φωτογράφο Ντένις Στοκ να τον φωτογραφήσει μέσα σε ένα φέρετρο στο γραφείο τελετών του χωριού. “Τράβηξε με έτσι καλύτερα. Κάποτε θα γίνει ανάρπαστη αυτή η φωτογραφία”, του είπε με μακάβριο χιούμορ.
Αργότερα έκανε το ίδιο στο Παρκ Σέμετρι, μπροστά από ένα τάφο με την επιγραφή Ντιν.
Ήταν ο τάφος του παππού του. Τρία χρόνια μετά τον έθαψαν στο νεκροταφείο.

a1_73

Συνήθιζε να σχεδιάζει σκίτσα με τον εαυτό του ως ένα άψυχο σώμα περιτριγυρισμένο από κεριά. Τη μακάβρια συλλογή του συμπλήρωναν κάποιες φωτογραφίες με πόζες του με σκοινιά και θηλιές κρεμάλας.
Μαγνητοφωνούσε μονολόγους με μελέτες πάνω στον θάνατο και ασυνάρτητες σκέψεις, με το πώς είναι να βρίσκεται κάποιος κάτω από το υγρό και σκοτεινό χώμα.

Ένα από τα αγαπημένα του βιβλία ήταν το “Θάνατος μέσα στο απόγευμα” του Χέμινγουεϊ, ενώ ο αγαπημένος του συνθέτης ήταν ο Μπάρτοκ που έγραψε τα καλύτερα του έργα τα τελευταία 5 χρόνια της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει από λευχαιμία.

Πέρα από την εμμονή με τον θάνατο, είχε μανία με τις ταυρομαχίες. Τον γοήτευε η μοναξιά του ματαντόρ στην αρένα όπου έρχεται αντιμέτωπος με τον θανάσιμο κίνδυνο. Το δωμάτιό του ήταν γεμάτο με πόστερ ταυρομάχων, κέρατα ταύρων και άλλα αναμνηστικά.

Ο πλακατζής Τζέιμς Ντιν

Η Μάιλα Νάρμι ήταν η καλύτερή του φίλη. Στην πρώτη επίσκεψη της στο διαμέρισμά του, ήρθε αντιμέτωπη με μια θηλιά κρεμάλας που βρισκόταν στο ταβάνι και της ζήτησε να του διαβάσει την ιστορία του Ρέι Μπρέντμπερι, ενός αγοριού που είχε κρεμαστεί στο γκαράζ του σπιτιού του.
Επί ένα χρόνο, συναντιούνταν στο “Googie’s” αργά τα μεσάνυχτα και τα κουτσομπολίστικα έντυπα τη χαρακτήριζαν “Μαύρη Παναγιά του Τζίμυ Ντιν”. Εκεί, μαζί με τον Τζακ Σίμονς, γελούσαν και έκαναν πλάκες.
Ο Τζίμυ, όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά, ήταν πολύ αστείος.
Έβγαζε την μασέλα του, γιατί είχε χάσει σε μια πτώση τα μπροστινά του δόντια. Μιλούσε και ξεκαρδίζονταν στα γέλια.
Όταν έκανε τον “Γίγαντα” κατέβαινε δήθεν αδιάφορα και διέσχιζε το λόμπι του “Μάρφα Οτέλ” με ένα μακρύ κομμάτι ζύμης να κρέμεται από το ένα ρουθούνι του.

Ο χολιγουντιανός αστέρας

a4_1Η απρόβλεπτη, εκκεντρική και συχνά δύστροπη συμπεριφορά του σόκαρε τους κινηματογραφικούς κύκλους και πολλοί δημοσιογράφοι έγραφαν για “έναν ηθοποιό με βρώμικο κολάρο από τη Νέα Υόρκη”, “ντυμένο αλήτη που φτύνει τους αστέρες της Γουόρνερ Μπρος που κρέμονται στους τοίχους”.
Στο Μπρόντγουει οι αταξίες του θεωρούνταν χαριτωμένες, ακόμα και όταν εγκατέλειψε τις παραστάσεις του έργου “Ανηθικολόγοι” μετά από μόλις 2 εβδομάδες.
Ευτυχώς για εκείνον, τον είχε δει ο Ελίας Καζάν στον ρόλο του νεαρού άραβα υπηρέτη Μπαχίρ και του πρότεινε να κάνει ένα δοκιμαστικό για τον ρόλο του Καλ Τρασκ στη ταινία «Ανατολικά της Εδέμ».
Ο νεαρός ηθοποιός πήρε το ρόλο και κέρδισε με την ερμηνεία του εξαιρετικές κριτικές, ενώ κατάφερε να κερδίσει μια σημαντική υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου.

Πανέμορφος, με ξεχωριστή γοητεία, ο Τζέιμς Ντιν ήταν προικισμένος να γίνει σταρ. Οι “τεντιμπόικες” συνήθειές του, οι ανώριμες εφηβικές του αντιδράσεις , η εσωστρέφεια και η αντικοινωνικότητά του τον ανέδειξαν σε αγαπημένο ήρωα των κοσμικών στηλών των περιοδικών.

Ο Τζίμυ δεν συμμορφωνόταν με τους συνηθισμένους κανόνες, έπαιρνε το αυτοκίνητό του και έτρεχε σαν τρελός και δεν πρόσεχε τις παρέες του.

Το 1955 μετακόμισε με τον φίλο του Τζακ Σίμσον και όταν άρχισαν τα γυρίσματα της ταινίας, “Επαναστάτης χωρίς αιτία” τον επέβαλε στον ρόλο του Μους. Μάλιστα του έδωσε χρήματα για να κάνει πλαστική στην μύτη του.
Ο Τζακ δεν ήταν ο πρώτος ομοφυλόφιλος φίλος του Ντιν. Είχαν προηγηθεί αρκετοί άλλοι. Δεν δίσταζε να αναφέρει ανοιχτά και δημόσια ήταν ήταν μπαϊσέξουαλ, σε μια εποχή που κανείς άλλος δεν τολμούσε να το ομολογήσει στη Νέα Υόρκη.
Ένας συνάδελφός του είχε πει κάποτε ότι, “Ο Τζίμυ θα πηδούσε ακόμα και ένα φίδι για να ανέβει” και ήταν αλήθεια. Συχνά εμφανιζόταν στα πάρτι στο πλευρό ενός μεγάλου παραγωγού του Χόλιγουντ.
Αργότερα ερωτεύτηκε την ηθοποιό Άννα Μαρία Πιεράτζελι, για την οποία έλεγε ότι ήταν η γυναίκα της ζωή του.
Ωστόσο, η μητέρα και η αδερφή της δεν ήθελαν τον νεαρό αλήτη και έτσι χώρισαν.
Εκείνη παντρεύτηκε τον ηθοποιό Βικ Νταμόνε. Η αναγγελία του γάμου του ράγισε την καρδιά. Πήγε στην εκκλησία, στήθηκε έξω με τη μηχανή του και απλά παρακολουθούσε.
Η Άννα Μαρία το 1971 πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια και λίγο πριν από τον θάνατό της είχε γράψει ότι ο Τζέιμς Ντιν ήταν ο μοναδικός άντρας που αγάπησε στη ζωή της.

Το θανατηφόρο ράλι

Ο Τζέιμς Ντιν αγαπούσε την ταχύτητα και τα γρήγορα αυτοκίνητα. Το 1955 αποφάσισε να πάρει μέρος στο ράλι του Σαλίνας στην Καλιφόρνια.
Αγόρασε μια “Πόρσε Σπάιντερ” αξίας 7.000 δολαρίων στην οποία έγραψε με κόκκινα γράμματα στο φτερό “Ο μικρός μπάσταρδος”.
Με συνοδηγό τον δάσκαλο και φίλο του Μπιλ Χάκμαν ξεκίνησε για το Σαλίνας.
Πίσω του ήταν ο φωτογράφος Σαν Ροθ.
Στο δρόμο πήρε κλήση για υπερβολική ταχύτητα και σε ένα καφέ όπου σταμάτησαν, καυχιόταν ότι έπιασε τα 130 μίλια.
Σε μια κλειστή στροφή όπου έστριψε απότομα συγκρούστηκε μετωπικά με το διερχόμενο όχημα.
«Δεν μπορεί, θα σταματήσει ο τύπος… θα μας δει», ήταν τα τελευταία λόγια του ηθοποιού.
Μετά τη σύγκρουση, η Πόρσε έκανε μια πλήρη αναστροφή στον αέρα και κατέληξε πάνω στις ρόδες τις. Ο Ντιν ήταν αναίσθητος, είχε σπάσει ο σβέρκος του και είχε εσωτερικές αιμορραγίες.
Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1955, ο ηθοποιός πέθανε, κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο σε ηλικία μόλις 24 ετών.

dean2-600x382

Ένα χρόνο μετά τον θάνατο του, 8.000 γράμματα έφταναν στο στούντιο κάθε εβδομάδα, με παραλήπτη τον Τζέιμς Ντιν.
Έγινε θεατρικό, ταινία και τραγούδι.
Όπως είπε και ο πάστορας Ξεν Χάρβεϊ στον επικήδειο του “Η καριέρα του Τζέιμς Ντιν δεν τελείωσε. Ξεκινάει τώρα και παραγωγός του είναι ο Θεός”.

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here