Το όνομα του συνδέθηκε με το Παρίσι και το «Μουλέν Ρούζ», το διάσημο καμπαρέ, καθώς αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τους πίνακες του. Το ύψος του έφθανε μόλις το 1,5 μέτρο, ενώ σε αντίθεση με τα πόδια του, το υπόλοιπο σώμα του είχε φυσιολογική ανάπτυξη.
Ο Τουζούζ Λωτρέκ χαμογελούσε διαρκώς και έλεγε αστεία για να κρύβει την πικρία του, επειδή ήταν ένας δύσμορφος νάνος. Η τέχνη ήταν το στήριγμα και το καταφύγιο του.
Τα παιδικά χρόνια
Ο Ανρί ντε Τουλούζ – Λωτρέκ – Μονφά γεννήθηκε στο Αλιμπί, στις 24 Νοεμβρίου του 1864. Καταγόταν από μια παλιά οικογένεια της Γαλλίας και πολλοί προγονοί του είχαν συνδεθεί με τους βασιλικούς οίκους της χώρας. Μεταξύ των προγόνων του ξεχωριστή θέση κατείχαν οι κομήτες της Τουλούζης, οι οποίοι δοξάστηκαν στις Σταυροφορίες.
Οι γονείς του ήταν πλούσιοι και τον ανέθρεψαν σαν πρίγκιπα. Στα απέραντα κτήματα τους, οι Τουλούζ Λωτρέκ ζούσαν σαν άρχοντες. Ασχολούνταν με το κυνήγι και τους Ιππικούς Αγώνες και το μεγάλο τους πάθος ήταν τα άλογα και τα σκυλιά.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα μεγάλωσε ο καλλιτέχνης της Μονμάρτρης. Η υγεία του όμως έβαλε σε ανησυχία τους γονείς του. Αναπτυσσόταν πολύ πιο αργά από τα άλλα αγόρια της ηλικίας του. Προσπαθώντας να επιταχύνουν την ανάπτυξη του, τον πήγαν για θεραπεία σε ιαματικά λουτρά, ελπίζοντας ότι σύντομα θα γιατρευόταν. Μετά από ρήξεις που υπέστη στο αριστερό και δεξί του πόδι, σε ηλικία 12 και 14 ετών αντίστοιχα, η ανάπτυξη του σταμάτησε.
Εκείνο που ονειρευόταν το κυνήγι στα δάση και οι ιπποδρομίες ήταν ανέφικτο.
Η φύση τον καταδίκασε να μείνει νάνος και να στηρίζεται σε ένα μπαστούνι. Όσο μεγάλωνε, το πρόσωπο του άλλαζε προς το χειρότερο και οι γονείς δεν τον ξαναφώναξαν “μπιζουδάκι”.
Ωστόσο, δεν παραιτήθηκε από την ζωή. Αποφάσισε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική, που είχε έφεση από παιδί. Έτσι άρχισε να ζωγραφίζει με μανία θέλοντας να αποδείξει ότι “δεν ήταν ανίκανος για όλα”.
Ο ζωγράφος Ρενέ Πρενεσετώ που ήταν εκ γενετής κωφάλαλος, ήταν ο πρώτος δάσκαλός του.
Τον Μάρτιο του 1882 ο Λωτρέκ, σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο εργαστήριο του Μποννά. Ο ζωγράφος ήταν πολύ αυστηρός με τον νεαρό μαθητή του, θεωρώντας τη ζωγραφική του παιδαριώδη.
Όταν αργότερα έκλεισε το εργαστήριο του Μποννά, ο Λωτρέκ αναζήτησε άλλο δάσκαλο και τον βρήκε στο πρόσωπο του Φερνάν Κορμόν.
Το ατελιέ του Κορμόν βρισκόταν στην Μονμάρτρη, όπου ο Λωτρέκ βρήκε καταφύγιο.
Ανάμεσα στους ιδιόμορφους ανθρώπους που σύχναζαν εκεί, καλλιτέχνες, ποιητές, κριτικούς κλπ, έμοιαζε λιγότερο παράξενος ή μάλλον δεν τον έκανα να νιώθει περιθωριακός.
Τα καμπαρέ
Στη Μονμάρτρη πήγαινε σε όλα τα μέρη που μπορούσε να διασκεδάσει. Η περιοχή αποκτούσε φήμη και άρχισαν να δημιουργούνται “καλλιτεχνικά” καμπαρέ, στα οποία πήγαινε κάθε βράδυ ο Λωτρέκ. Το στέκι του ήταν ο “Μαύρος Γάτος”.
Τον Οκτώβριο του 1889 άνοιξε το πιο διάσημο κέντρο του Παρισιού το “Μουλέν Ρουζ”.
Από την ημέρα των εγκαινίων ο Λωτρέκ είχε πάντα το δικό του τραπέζι, στο φημισμένο καμπαρέ, όπου θαύμαζε τις χορεύτριες του καν- καν.
Τις ήξερε όλες με τα ψευδώνυμα τους : «Νανά η ακρίδα», «Γωγω το στουπί», «Νινί το αέρινο βήμα». Ο Λωτρέκ όχι μόνο παρατηρούσε τις χορεύτριες, αλλά τις απαθανάτισε και στον πίνακα του: “Ο χορός στο Μουλέν Ρουζ” το 1890 και το 1891 έφτιαξε για το Μουλέν Ρουζ μια αφίσα που τον έκανε διάσημο.
Η αφίσα το φθινόπωρο του 1891 έλαμψε σε όλους τους δρόμους του Παρισιού. Όλο το Παρίσι μίλαγε για τον μεγαλοφυή νάνο, ο οποίος γνώρισε τη δόξα σε ηλικία 27 ετών.
Οι καταχρήσεις και η καθοδική πορεία
Η ζωή του γινόταν όλο και πιο έντονη. Έκανε κατάχρηση στις απολαύσεις και στο ποτό, κοιμόταν ελάχιστα και εργαζόταν πολλές ώρες.
Το 1888 η καρδιά του ράγισε από μια αισθηματική περιπέτεια. Ο Λωτρέκ συνδεόταν με μια νέα που εργαζόταν ως μοντέλο στα ατελιέ ζωγράφων, τη Σούζαν Βαλαντόν.
Ο δεσμός τους τελείωσε απότομα και με άσχημο τρόπο και έκανε τον Λωτρέκ να υποφέρει πολύ.
Η δίψα του για τρυφερότητα δεν ικανοποιήθηκε ποτέ. Οι γυναίκες τον έβλεπαν με οίκτο και αυτό τον ωθούσε όλο και περισσότερο στην αυτοκαταστροφή.
Η φήμη του Λωτρέκ όλο και μεγάλωνε. Το 1893 στην πρώτη του μεγάλη έκθεση στην γκαλερί Μπουσώ, η κριτική ήταν ομόφωνη.
“Πάει καιρός που έχει να εμφανιστεί ζωγράφος τόσο προικισμένος όσο ο κύριος ντε Τουλούζ Λωτρέκ”, έγραφαν οι κριτικοί τέχνης, στις εφημερίδες της εποχής.
Ο Λωτρεκ είχε φτάσει πια σε ηλικία 30 ετών και συνέχιζε την τρελή πορεία του. Ξεκουραζόταν μόνο το καλοκαίρι, όπου πήγαινε για “επισκευή” όπως έλεγε στις αμμουδιές του Αρκανσόν.
Οι καταχρήσεις όμως δεν άργησαν να φέρουν αποτελέσματα. Η διάθεση του άλλαξε απότομα και ήταν συνεχώς ευερέθιστος και απαντούσε επιθετικά.
Η παραγωγικότητα του άρχισε να παίρνει την κατιούσα. Τα έργα του όλο και μειώνονταν.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1897-1898 η κατάσταση του συνεχώς χειροτέρευε. Περπατούσε με ένα σκύλο από πορσελάνη κάτω από το μπράτσο του, έχυσε πετρέλαιο στο ατελιέ του για να σκοτώσει τα μικρόβια, φοβόταν και είχε παραισθήσεις.
Τον Φεβρουάριο του 1899, ενώ βρισκόταν σε ένα σπίτι της οδού των Μύλων, τον έπιασε μια οξεία κρίση ντελίριου. Την επόμενη τον έκλεισαν σε άσυλο.
Όταν συνήλθε έστειλε γράμμα στον πατέρα του λέγοντας: “Μπαμπά είμαι κλεισμένος στη φυλακή και όλο το είναι μου πεθαίνει σιγά σιγά”. Ήθελε με κάθε τρόπο να βγει από το άσυλο και για να αποδείξει την πνευματική του διαύγεια, ζωγράφισε από μνήμη σκηνές τσίρκου και οι γιατροί του έδωσαν εξιτήριο.
Το τέλος
Τον Μάιο του 1899 βγήκε από το «άσυλο και οι γιατροί ανέθεσαν σε ένα μακρινό συγγενή του καλλιτέχνη να τον φροντίζει. Ο Λωτρέκ όταν επέστρεψε στο Παρίσι, ξαναβρήκε τις παλιές του συνήθειες.
Για να μην τον καταλάβει ο επιτηρητής του, σκέφτηκε να αγοράσει ένα κούφιο μπαστούνι μέσα στο οποίο έκρυβε περίπου μισό λίτρο αλκοόλ.
Κάθε μέρα γέμιζε το “ρεζερβουάρ” του, όπως το έλεγε με κονιάκ, ρούμι ή πόρτο. Ωστόσο, οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν ολοένα και περισσότερο.
Την άνοιξη του 1901 τακτοποίησε το ατελιέ του στο Παρίσι. Διάλεξε τους πίνακες που του άρεσαν και έβαλε και την υπογραφή του και αποχαιρέτησε τους συγγενείς του.
Εγκαταστάθηκε στο Τωζά και στα μέσα του Αυγούστου έπαθε κρίση ημιπληγίας. Το σώμα του παρέλυσε σιγά σιγά και δεν μπορούσε να περπατήσει ούτε να καταπιεί.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1901 άφησε την τελευταία του πνοή, αφήνοντας πίσω του ένα μεγάλο έργο 600 πινάκων, 330 λιθογραφιών, 30 αφισών και χιλιάδων σχεδίων.
Διαβάστε επίσης στη Μτχ :
Σάντρο Μποτιτσέλι. Η πανέμορφη «Αφροδίτη» και το μακελειό στη Φλωρεντία, με πρωταγωνιστές τους πρώτους τραπεζίτες του κόσμου που ήταν οι χορηγοί του…