Αναδημοσίευση από Huffingtonpost
Η ατμόσφαιρα στην επαρχιακή πόλη Τζάκσονβιλ της Πολιτείας της Φλόριντα όπου προσγειώνεται το αεροπλάνο είναι μελαγχολική. Μία πόλη απλωμένη, σπίτια σε απόσταση το ένα από το άλλο, κανένα κέντρο, κανένας πεζός και μία αποπνικτική ζέστη και υγρασία ήδη από τον Μάιο. Στις τοπικές ειδήσεις, το ένα νέο φόνου, διάρρηξης, εγκλήματος διαδέχεται το άλλο. Λες και τίποτα καλό δεν συμβαίνει στην αμερικανική επαρχία. Όλα με προετοιμάζουν για την συνάντηση που θα έχω σε λίγο.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η προσπάθεια για να κλειστεί η συνέντευξη κράτησε μήνες. Η φυλακή υψίστης ασφαλείας της Φλόριντα είχε ζητήσει μέχρι και το ποινικό μου μητρώο από την Ελλάδα για να εξετάσει το αίτημα.
Οδηγούμαι προς την φυλακή, μία ώρα μακριά από την πόλη, ανάμεσα σε χωράφια και βάλτους ξεπροβάλει ένα τεράστιο συγκρότημα κτιρίων. Αποτελείται από 13 πτέρυγες και στεγάζει 13 000 φυλακισμένους. Στην 13η πτέρυγα (γρουσούζικο νούμερο) βρίσκεται η μοναδική στην Πολιτεία φυλακή για τους 67 θανατοποινίτες. Έξω ακριβώς από την πτέρυγα βρίσκεται ένα μικρότερο κτίσμα. Είναι σε αυτό που γίνονται οι εκτελέσεις των θανατοποινιτών με θανατηφόρο ένεση. Η Φλόριντα είναι μία από 32 Πολιτείες της Αμερικής όπου ισχύει η θανατική ποινή.
Στην είσοδο με υποδέχεται μία γυναίκα σωφρονιστικός υπάλληλος. Θα βρίσκεται δίπλα μου συνεχώς.
Ακούω την βαριά σιδερένια πόρτα να ανοίγει από μακριά. Ο συνεντευξιαζόμενος πλησιάζει αργά, με αλυσίδες και στα χέρια και στα πόδια. Φορά φόρμα πορτοκαλί όπως και όλοι οι θανατοποινίτες για να ξεχωρίζει από την λευκή που φοράνε οι υπόλοιποι φυλακισμένοι.
Ο 56χρονος Φωτόπουλος έφτασε στην Αμερική σε ηλικία 18 χρονών για να σπουδάσει αεροναυπηγική με σκοπό να καταφέρει στην συνέχεια να εργαστεί στην Ολυμπιακή όπως και ο πατέρας του. Στην Φλόριντα γνώρισε μία Ελληνίδα από μία ευκατάστατη οικογένεια της ομογένειας την οποία και παντρεύτηκε. Ξεκίνησε να δουλεύει στις επιχειρήσεις εστίασης του πεθερού του στην Φλόριντα και στην συνέχεια άνοιξε και το δικό του κέντρο στην Φλόριντα. Μετά από λίγο όμως ξεκίνησε μία εξωσυζυγική σχέση με μια υπάλληλό του την οποία ο ίδιος θεωρεί ότι τον έμπλεξε σε όλα τα εγκλήματα.
Στις 4 Νοεμβρίου του 1989, στις πέντε το πρωί ένας πυροβολισμός κάνει τον Φωτόπουλο να πεταχτεί από το κρεβάτι. Στο μαξιλάρι δίπλα του υπάρχει αίμα. Κάποιος έχει μπει στο σπίτι και έχει πυροβολήσει την γυναίκα του στο κεφάλι. Ο Φωτόπουλος αρπάζει το πιστόλι που είχε πάντα κάτω από το κρεβάτι τους. Πυροβολεί επανειλημμένα προς τη μεριά του δράστη. Ο 19χρονος «διαρρήκτης» πέφτει νεκρός. Από θαύμα η γυναίκα του επιζεί.
Λίγες μέρες μετά το συμβάν όμως οι αρχές τον συλλαμβάνουν.
Η ερωμένη του τον κατηγορεί ότι σχεδίασε τη διάρρηξη με στόχο να σκοτώσει τη γυναίκα του και να εισπράξει τα χρήματα από την ασφάλεια ζωής της. Στο γκαράζ του Φωτόπουλου η αστυνομία βρίσκει μία συγκλονιστική βιντεοκασέτα στην οποία φαίνεται η ερωμένη του Φωτόπουλου να σκοτώνει έναν νεαρό άντρα. Η ερωμένη ισχυρίζεται ότι την ταινία βιντεοσκοπεί ο Φωτόπουλος ότι η φωνή που ακούγεται είναι του ίδιου και ότι την είχε βάλει να δολοφονήσει τον νεαρό ο οποίος ήταν υπάλληλός του και είχαν διαφορές.
Στην δίκη που ακολουθεί ο Φωτόπουλος κρίνεται ένοχος για δύο φόνους, του νεαρού και του «διαρρήκτη» αλλά και για απόπειρα δολοφονίας της γυναίκας του.
Ο ίδιος ήταν ήρεμος καθ’ όλη την διάρκεια της συνέντευξης. Αρνείται όλες τις κατηγορίες και θεωρεί ότι η αρχική υπεράσπισή του ήταν λανθασμένη και η δίκη με σοβαρές παρατυπίες.
«Έχει περάσει τόσος χρόνος και πια έχω συνηθίσει να ζω περιμένοντας την εκτέλεση. Κάθε μέρα προσπαθώ να βελτιώσω τον εαυτό μου ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες Δεν φοβάμαι τον θάνατο. Αργά η γρήγορα όλοι θα πεθάνουμε. Πολλοί φίλοι μου εκτός φυλακής έχουν ήδη πεθάνει και ήταν πιο νέοι από εμένα. Το σημαντικό είναι να μην πεθάνω με αυτό το ψέμα», τονίζει συνέχεια.
«Προσπαθώ να κάνω φίλους από τα διπλανά κελιά αλλά παράλληλα προσπαθώ να μην συνδεθώ πολύ και να έρθω πολύ κοντά τους γιατί γνωρίζω ότι μία μέρα θα εκτελεστούν και αυτό θα πονέσει. Οπότε προσπαθώ να κάνω γνωριμίες περισσότερο παρά φιλίες. Πριν λίγες μέρες πήγαν για εκτέλεση έναν άντρα από το παραδίπλα κελί».
«Είμαι πολύ τυχερός που είμαι Έλληνας γιατί μεγάλωσα μέσα σε μία κουλτούρα που σου δίνει δύναμη. ΟΙ Έλληνες πάντα έχουμε την δύναμη να κάνουμε πράγματα. Μακάρι να έχω την δύναμη να περπατήσω ως αυτό το κρεβάτι χωρίς δισταγμό. Δεν φοβάμαι την θανατηφόρο ένεση γιατί απλά σε κοιμίζει. Κάθε μέρα λέω είμαι ακόμα ζωντανός και αυτό μου δίνει ελπίδα. Δεν ζω με τον φόβο, γιατί αν ζεις με φόβο είσαι ήδη νεκρός»