20 Νοεμβρίου 1945.
Στη Νυρεμβέργη, εκεί που γεννήθηκε ο εθνικοσοσιαλισμός, στην πόλη απ’ όπου θα ξεκινούσε η εποποιία του «χιλιόχρονου Ράιχ», 22 πρωτοκλασάτα στελέχη του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος έρχονται αντιμέτωπα με τη Νέμεση.
Πρόκειται να δικαστούν από Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο των Συμμάχων για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, κατά της ειρήνης και εγκλήματα πολέμου. Κατά τη διάρκεια της δίκης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η προσπάθεια που κατέβαλλαν σχεδόν όλοι, να αποσείσουν την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλιστή, προκειμένου να πετύχουν ελαφρύτερες ποινές.
Οι περισσότεροι δεν το κατάφεραν και οδηγήθηκαν στην αγχόνη ή αυτοκτόνησαν προτού φθάσουν σε αυτή. Ωστόσο, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον μερικά αποσπάσματα από την απολογία τους.
Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, αρχηγός της Γερμανικής Αεροπορίας και ουσιαστικά δεύτερος στην ιεραρχία του κόμματος, είπε τα εξής: «Προσχώρησα στο κόμμα ακριβώς γιατί ήταν επαναστατικό, όχι τόσο για το ιδεολογικό του περιεχόμενο. Όλη η συνωμοτική ιδέα ήταν παράλογη. Είχαμε εντολές να υπακούμε στο κράτος. Δεν ήμασταν μία ομάδα εγκληματιών, που συναντιόταν στα δάση μέσα στο σκοτάδι για να σχεδιάσει μαζικές δολοφονίες. Οι πραγματικοί συνωμότες λείπουν: ο Χίμλερ, ο Μπόρμαν και ο Γκέμπελς».
Ο Καρλ Ντένιτς, αρχηγός του γερμανικού Ναυτικού και καγκελάριος, μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ έριξε το φταίξιμο στους πολιτικούς: « Οι πολιτικοί έφεραν τους Ναζί στην εξουσία. Είναι αυτοί που επέφεραν όλα αυτά τα αηδιαστικά εγκλήματα και πρέπει τώρα εμείς να κάτσουμε στο εδώλιο μαζί τους και να μοιραστούμε το φταίξιμο!».
Ο Βίλχελμ Φρίκ, υπουργός Εσωτερικών του Γ΄ Ράιχ επικαλέστηκε τη δικηγορική του ιδιότητα: «Ο Χίτλερ δεν ήθελε να γίνουν τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Εγώ ήθελα τα πράγματα να γίνουν με νόμιμα μέσα. Άλλωστε είμαι ένας δικηγόρος».
Ο Βάλτερ Φούνκ, υπουργός Οικονομικών και αυτός που υπέγραψε για την «αρειοποίηση» των εβραϊκών περιουσιών, κατηγορούσε τον εαυτό του, που δεν είχε ακούσει τη γυναίκα του, η οποία «είπε καλύτερα να αφήναμε στην άκρη την όλη επιχείρηση του υπουργείου και να μετακομίζαμε σε ένα τριάρι διαμέρισμα».
Ο Ρούντολφ Ες, δεύτερος στην ιεραρχία του κόμματος, μέχρι την ακατανόητη πτήση του στη Βρετανία και την αιχμαλωσία του, παραδέχθηκε ότι «είναι απλά ακατανόητο πως συνέβησαν όλα αυτά. Κάθε ιδιοφυΐα έχει το δαίμονα μέσα της. Όλα είναι πολύ τραγικά».
Ο Άλφρεντ Γιοντλ, ανώτατος επιτελικός αξιωματικός, επικαλέστηκε το καθήκον του ως στρατιώτης: «Δεν είναι θέμα του στρατιώτη να κρίνει τον επικεφαλής του».
Ο Βίλχελμ Κάιτελ, ανώτατος διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων, έριξε, όπως αναμενόταν, όλο το φταίξιμο στον Χίτλερ: «Αυτός μας έδωσε τις εντολές. Έλεγε συνεχώς ότι όλα ήταν δική του ευθύνη».
Ο Κονσταντίν φον Νόιρατ, υπουργός Εξωτερικών μεταξύ των ετών 1932-1938, αποκάλεσε τον νεκρό αρχηγό του, ψεύτη και τον εαυτό του θύμα: «Δεν είχε απλά κανένα σεβασμό για την αλήθεια. Αλλά κανένας δεν το αναγνώριζε στην αρχή».
Ο Αλφερντ Ρόζεμπεργκ, θεωρητικός της αντιεβραικής ιδεολογίας μάλλον δεν έπεισε κανέναν με τα επιχειρήματά του: «δεν είπα ότι θεωρώ τους Εβραίους κατώτερους. Ούτε ισχυρίστηκα ότι είναι μία φυλή. Απλά είδα ότι η ανάμιξη διαφορετικών κουλτούρων δεν λειτούργησε».
Ίσως τελικά ο πιο ειλικρινής να ήταν ο Χανς Φράνκ, ο περίφημος «χασάπης» της Κρακοβίας: «Μην αφήσεις κανέναν να σου πει ότι δεν είχε ιδέα. Όλοι ένιωθαν πως υπήρχε κάτι φρικτά λάθος με αυτό το σύστημα. O Χίτλερ ντρόπιασε τη Γερμανία για πάντα! Πρόδωσε και ντρόπιασε τους ανθρώπους που τον αγάπησαν. Θα είμαι ο πρώτος, που θα παραδεχτώ την ενοχή μου».
Νίκος Γιαννόπουλος
ιστορικός